Τα ελληνικά δεν ήταν γενικά γνωστά στη Δυτική Ευρώπη κατά το Μεσαίωνα. Σπάνιες υπήρξαν οι περιπτώσεις, από τον ένατο αιώνα και μετά, κατά τις οποίες επιχειρήθηκε να διευρυνθεί η γνώση της γλώσσας και να μεταφραστεί μια ποικιλία από αρχαία κείμενα. Συνήθως στο επίκεντρο της προσοχής βρίσκονταν οι Αριστοτέλης, Γαληνός και ορισμένοι από τους πρώτους πατέρες της εκκλησίας. Λίγες όμως από αυτές τις απόπειρες στέφθηκαν με εκπληκτική ή διαρκή επιτυχία. Οι παλαιότερες που αξίζει ν’ αναφερθούν οφείλονται στον Ερρίκο Αρίστιππο (Henricus Aristippus) στη νορμανδική Σικελία το δωδέκατο αιώνα και στο σύγχρονό του Βουργούνδιο της Πίζας (Burgundio). Τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους κρίθηκαν άτεχνα από τις κατοπινές γενιές.
Στο μεταξύ, ορισμένα ελληνικά έργα, ιδιαίτερα η Αλμαγέστη του Πτολεμαίου και διάφορα έργα του Αριστοτέλη, βρήκαν έναν εναλλακτικό και πλάγιο δρόμο προς τη Δύση: στο Τολέδο, στο δεύτερο μισό του δωδέκατου αιώνα γίνονταν μεταφράσεις στα λατινικά από κείμενα μεταφρασμένα στην αραβική. Μία μάλλον επιτυχέστερη απόπειρα προσέγγισης των πρωτοτύπων έγινε το δέκατο τρίτο αιώνα από το δομινικανό Γουλιέλμο του Μέρμπεκε (Guillaume de Μόerbeke). Το 1260 έκανε μια πολύ καλή μετάφραση των Πολιτικών του Αριστοτέλη, επιπλέον δε, καταπιάστηκε με τα εξαιρετικά δύσκολα συγγράμματα του Αρχιμήδη και του νεοπλατωνικού Πρόκλου. Παρ’ όλα αυτά δε φαίνεται να δημιούργησε σχολή. Οι άμεσοι προκάτοχοι των περίφημων ουμανιστών δεν τα πήγαν καλύτερα από τους συναδέλφους τους του Μεσαίωνα.
Η αρνητική αυτή αποτίμηση φαίνεται πως ισχύει και για μια ομάδα μεταφράσεων αναμφίβολης σπουδαιότητας που δεν έχει ακόμα ερευνηθεί πλήρως, συγκεκριμένα τα ιατρικά κείμενα που απέδωσε ο Νικόλαος του Ρέτζιο (Νίcοlό da Reggio) για το βασιλιά της Νεάπολης Ροβέρτο του Ανζού (Roberto d’ Anjou) (1308-1345). Ο τελευταίος είχε λάβει ως δώρο από το Βυζαvtινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ’ ένα αvtίγραφο του Γαληνού που, προφανώς, περιείχε μερικά μοναδικά κείμενα και, καθώς το πολύτιμο αυτό έργο είναι πλέον αδύνατο να εvtοπιστεί, οι μεταφράσεις του Νικόλαου αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία απ’ όση θα είχαν ίσως σε άλλη περίπτωσηl, όμως, ακόμα και το δικό του έργο, αξιέπαινο σε προθέσεις και πολύτιμο για τους συγχρόνους του, για να μην αναφερθώ στην αξία του για τους σημερινούς μελετητές του Γαληνού, δε συνεχίστηκε από άλλους.
Κάποιος αυλικός κύκλος στο Νότο της Ιταλίας φαίνεται πως δε στάθηκε ικανός να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της στενής του προσέγγισης με τις ελληνικές κοινότητες της Καλαβρίας, της Απουλίας και της Σικελίας, που ήταν ακόμα αρκετά ακμάζουσες.
Η ίδια ανικανότητα παρατηρείται για ένα διάστημα στις πλουσιότερες και πιο αναπτυγμένες πόλεις του Βορρά. Μια πρόσφατη ανακάλυψη κατέδειξε ότι στην προ-ουμανιστική λεγόμενη Πάδουα, στο γύρισμα του δέκατου τρίτου προς το δέκατο τέταρτο αιώνα, κάποιος λόγιος είχε αποκτήσει ένα αντίγραφο των Ηθικών (Moralia), του Πλουτάρχου (Ambr. C 126 inf.), που είχε κυκλοφορήσει πρόσφατα για τον Μάξιμο Πλανούδη, τον κορυφαίο Βυζαvtινό λόγιο της εποχής που είχε συμμετάσχει σε διπλωματική αποστολή στη Βενετία το 1296. Όμως, ο Πάτσε της Φεράρας (Ω. c. 1299 – post 1317) πιθανόν να μην έμαθε ποτέ ελληνικά. Σίγουρα θα πίστευε πως ο Σοφοκλής ήταν ο δημιουργός τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας. Η καλύτερη ευκαιρία γι’ αυτόν να μάθει τη γλώσσα θα ήταν μέσω του Πιέτρο ντ’ Άμπανο (Pietro d’ Abano), κατοίκου τότε της Πάδουας, που είχε βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη και μπορούσε να μεταφράσει Γαληνό και άλλα επιστημονικά έργα. Δεν υπάρχει όμως ένδειξη ότι η μεταξύ τους επαφή, αν πράγματι υπήρξε, απέβη θετική.
Το επεισόδιο είναι δυσεξήγητο. Το ίδιο και μια περίεργη ιστορία από την Πάδουα λίγο αργότερα, το δέκατο τέταρτο αιώνα. Στη διάρκεια μιας δίκης κάποιος παρέθεσε Όμηρο – αυτό μάλιστα έγινε, απ’ ό,τι φαίνεται, δύο φορές. Η αναφορά μάς έρχεται από τον Λεόντιο Πιλάτο (Leonzio PίJato), για τον οποίο θα μιλήσω ευθύς αμέσως. Λέει πως εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Πάδουα, και η χρονολογία θα πρέπει να ήταν λίγο πριν από το 1358- 59. Το εν λόγω απόσπασμα ή τα αποσπάσματα θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι μεταξύ των δέκα αποσπασμάτων από τον Όμηρο που βρίσκονται στη Διγέοτα. Ο Πιλάτος αναφέρει ότι τα ελληνικά, που ήταν κακογραμμένα, παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Είναι άξιο απορίας πώς ο δικηγόρος κατάφερε ν’ αποκτήσει αυτό το κείμενο, μια και τα συνηθισμένα αντίγραφα της Διγέοτας παρέλειπαν όλα τα αποσπάσματα που ήταν στα ελληνικά).
-Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση – N.G.Wilson