Δεν είχε αστέρια εκείνη η νύχτα, ούτε φεγγάρι. Στο διάδρομο προσγείωσης μέσα στη ζούγκλα της Δυτικής Αφρικής, το σκοτάδι τύλιγε τα πάντα σαν ζεστό, υγρό βελούδο. Τα σύννεφα ακουμπούσαν βαριά στις κορφές των δέντρων του ιρόκο και οι άντρες που περίμεναν προσεύχονταν να κρατούσε η συννεφιά λίγο ακόμα, για να τους προφυλάξει από τα βομβαρδιστικά.
. Στο τέρμα του διαδρόμου προσγείωσης, το ξεχαρβαλωμένο, γέρικο DC-4 βρυχήθηκε ανοίγοντας δρόμο στα τυφλά προς τα καλυμμένα με φοινικόκλαδα παραπήγματα. Είχε πατήσει στη γη μόλις πριν από λίγο, με τη βοήθεια των φώτων του διαδρόμου, τα οποία είχαν μείνει αναμμένα για δεκαπέντε δευτερόλεπτα μόνο, στην τελευταία φάση της προσγείωσης.
Ένα ομοσπονδιακό καταδιωκτικό νυκτός, τύπου Μιγκ 17, μούγκρισε σκίζοντας τον ουρανό προς τα δυτικά. Πιθανότατα το οδηγούσε ένας από τους έξι Ανατολικογερμανούς πιλότους, οι οποίοι είχαν σταλεί κατά τους τελευταίους τρεις μήνες για ν ’ αντικαταστήσουν τους Αιγυπτίους, που τρομοκρατούνταν όταν πετούσαν νύχτα. Πετώντας πάνω από τα σύννεφα, το Μιγκ δε φαινόταν από κάτω, όπως κρυμμένος από τα μάτια-του πιλότου του έμενε κι ο διάδρομος προσγείωσης μέσα στη ζούγκλα. Ο πιλότος έψαχνε για το ρυθμικό αναβόσβημα των φώτων του διαδρόμου, αλλά τα φώτα τώρα πια είχαν σβήσει.
Κάτω στο έδαφος, ο πιλότος του DC-4, που δεν είχε ακούσει το θόρυβο του αεροπλάνου πάνω από το κεφάλι του, άναψε τα δικά του φώτα για να δει πού πηγαίνει. Και τότε, μέσα στο σκοτάδι, μια φωνή κραύγασε: «Θάψε τα φώτα σου!» Στο μεταξύ όμως ο πιλότος τα είχε σβήσει, μόλις κατάλαβε τι πήγε να κάνει, και το καταδιωκτικό από πάνω βρισκόταν κιόλας μακριά. Νότια, α- κουγόταν ο απόηχος από βολές πυροβολικού, καθώς το μέτωπο είχε πια καταρρεύσει και οι άντρες που εδώ και δυο μήνες έμεναν δίχως τροφή και σφαίρες πετούσαν τα όπλα κι έτρεχαν να προστατευτούν στο πυκνό δάσος.
Ο πιλότος του DC-4 σταμάτησε το αεροπλάνο του είκοσι μέτρα από το ήδη παρκαρισμένο Σούπερ Κονστελέισιον, έσβησε τις μηχανές και κατέβηκε. Ένας Αφρικανός έτρεξε να τον συναντήσει κι ακολούθησε μια μουρμουριστή κουβέντα. Οι δυο άντρες περπάτησαν προς μια από τις μεγαλύτερες ομάδες αντρών, ένα σκοτεινό όγκο μπροστά στο σκότος του φοινικοδάσους. Αμέσως όλοι απομακρύνθηκαν, αφήνοντας το λευκό πιλότο να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον άνθρωπο που λίγο πριν στεκόταν στο κέντρο της ομάδας. Ο πιλότος δεν τον είχε ξαναδεί στη ζωή του, αλλά ήξερε τα πάντα γι’ αυτόν. Ακόμα και μες στο σκοτάδι, που έσπαγε εδώ κι εκεί από τις καύτρες κάποιων τσιγάρων, αναγνώρισε τον άντρα που είχε έρθει να βρει.
Ο πιλότος δε φορούσε πηλήκιο κι έτσι, αντί για χαιρετισμό, έγνεψε ελαφρά με το κεφάλι του. Ποτέ δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο —κι οπωσδήποτε όχι σ * ένα μαύρο— και δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί το έκανε τώρα.
«Είμαι ο σμηναγός Βαν Κλιφ», είπε στα αγγλικά, αλλά με προφορά αφρικάνερ.
Ο Αφρικανός κούνησε το κεφάλι του και η πυκνή μαύρη γενειάδα του ακούμπησε στο στολή καμουφλάζ που φορούσε.
«Δύσκολη νύχτα για πτήσεις, λοχαγέ Βαν Κλιφ», παρατήρησε στεγνά. «Και λίγο αργά για ανεφοδιασμούς».
Η φωνή του ήταν βαθιά και αργή, η προφορά του καθαρά αγγλική. Ο Βαν Κλιφ ένιωσε δυσάρεστα και ξανά, όπως εκατοντάδες φορές κατά τη διάρκεια της πτήσης του μέσα στα σύννεφα, αναρωτήθηκε γιατί ήρθε.
«Δεν έφερα εφόδια, σερ. Δεν υπήρχε τίποτα για να φέρω».
Κι άλλη απρόσμενη εκδήλωση εκ μέρους του. Είχε ορκιστεί να μην τον αποκαλέσει «σερ». Ποτέ έναν Κάφιρ, έναν Κάφρο *. Απλά
Κάφροι (από το αραβικό kaffir, που σημαίνει άπιστος). Νομαδικός λαός της Νοτιοανατολικής Αφρικής (Σ.τ.Μ.) ξέφυγε από το στόμα του. Αλλά είχαν δίκιο οι άλλοι μισθοφόροι πιλότοι στο μπαρ του ξενοδοχείου, στη Λιμπρεβίλ, οι οποίοι τον είχαν συναντήσει ήδη: αυτός εδώ ήταν διαφορετικός.
«Τότε, γιατί ήρθατε;» ρώτησε ο στρατηγός απαλά. «Τα παιδιά μήπως; Υπάρχουν εδώ πολλές καλόγριες που θα ’θελαν να πε- τάξουν προς τη σωτηρία, αλλά απόψε δεν πρόκειται να φτάσουν άλλα αεροπλάνα του Ελέους».
Ο Βαν Κλιφ κούνησε το κεφάλι του, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε πως κανείς δεν μπορούσε να δει την κίνησή του. Ένιωθε αμήχανα και ευγνωμονούσε το σκοτάδι που έκρυβε την αμηχανία του. Τριγύρω του, οι σωματοφύλακες έσφιγγαν τις καραμπίνες τους και τον κοίταζαν.
«Όχι. Ήρθα να πάρω εσάς. Αν θέλετε να έρθετε, φυσικά».
Ακολούθησε μια μακριά σιωπή. Ένιωθε το βλέμμα του Αφρικανού καρφωμένο πάνω του, καμιά φορά άρπαζε και κάποια εικόνα, μόλις κάποιος σήκωνε το τσιγάρο του.
«Κατάλαβα. Η κυβέρνησή σας σας διέταξε να έρθετε εδώ απόψε;»
«Όχι», είπε ο Βαν Κλιφ. «Ήταν δική μου ιδέα».
‘Αλλη μια μακριά παύση. Το γενειοφόρο κεφάλι κινήθηκε αργά σε κάτι που μπορούσε να σημαίνει κατανόηση ή σύγχυση.
«Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη», ακούστηκε η φωνή. «Πρέπει να ’ταν δύσκολο το ταξίδι σας. Έχω το δικό μου μέσο μεταφοράς όμως, το Κονστελέισιον. Ελπίζω να τα καταφέρει να με οδηγήσει στην εξορία».
Ο Βαν Κλιφ ένιωσε ανακούφιση. Δεν είχε ιδέα για το ποιες θα ήταν οι πολιτικές συνέπειες, αν επέστρεφε στη Λιμπρεβίλ με το στρατηγό.
«Θα περιμένω μέχρι να απογειωθείτε», είπε. Πήγε να σηκώσει το χέρι του για χειραψία, αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. ‘Αλλωστε, την ίδια αμφιβολία είχε και ο Αφρικανός στρατηγός. Ο Βαν Κλιφ στράφηκε και επέστρεψε στο αεροπλάνο του.
Για λίγο βασίλεψε σιωπή στην ομάδα των μαύρων αντρών, μετά την αποχώρησή του.
«Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο ένας Νοτιοαφρικανός και Αφρικά- νερ; *», ρώτησε κάποιος το στρατηγό.
Τα λευκά δόντια άστραψαν, καθώς ο αρχηγός χαμογέλασε. «Δε νομίζω ότι θα το καταλάβουμε ποτέ».
(Μετάφραση Σοφία Βούλτεψη, ναι, η γνωστή πολιτικός κάποτε έκανε και τέτοια.)