ΕΚΕΙΝΟΣ
Δεν τον νοιάζει! Απλά δεν τον νοιάζει. Χέστηκε!
Η ανάγκη του για ψώνια ξεκινάει απλά από την αίσθηση της έλλειψης και μόνο.
Θα γεμίσει με τρύπες απο το σκόρο το πουκάμισο; Θα μπει στο πρώτο μαγαζί, μπακάλικο, οπωροπωλειο που θα βρει (κοινώς ότι μαγαζί να είναι… ) και θα αγοράσει το πρώτο πουκάμισο που θα βρει, ακόμα και μάρκας “Robero Tsuvali“.
Θα αρχίσουν να μπάζουν νερά τα παππούτσια του σαν τον Τιτανικό; Τότε μόνο θα πάει σε κανα Ρωσοπόντιο μπαζάρ και θα πάρει το καινούργιο μοντέλο της «Αbibas».
Έλιωσε το σακάκι; Πρώτα θα ρωτήσει μπαμπά, θείο, παππού, πεθερό αν έχει κανένα πρόχειρο και μετά θα πάει να ψωνίσει.
Βέβαια υπάρχει και το άλλο υβρίδιο του καλοντυμενου με λεφτά ή και του καλοντυμένου φτωχού (πλην όμως τίμιου), που δεν έχει να φάει, αλλά η ντουλάπα είναι γεμάτη «λακοστάκια».
Από την άλλη, ο λεφτάς, προσπαθεί να καλύψει τις επιδόσεις του “ταχύ-χύνει” με διάφορα συμπράγκαλα από την κολεξιόν του Sergio Tacchini… Τραγική φιγούρα, με καρό φουλάρια, κεντητά μαντηλάκια, λουστρίνι (ή και “πουστρινι”) παπούτσι, νομίζει ότι θα του ανεβεί “ο λίμπιντος” αν είναι στην πενα. Και άντε και σου κάθεται η γκόμενα, γιατί είδε το κατάλευκο, χρυσοκέντητο πουκάμισο Τζώρτζιο Αρμάνι ( «320 ευρώ πανάθεμα το κάνει» που έλεγε και μία θρυλική μαντιγνάδα) …την ώρα «τση τακτοποίησης» φιλαράκι, αν δεν σκίσεις «τα Armani και τα Artisti Gargaliani» θα βάζεις φουλάρι, γραβατα, κοστουμι και θα σου πέφτει με την μία, αφου θα θυμάσαι την τραγικότητα σου σαν αγοραστής και εραστής ταυτόχρονα.
Βέβαια, όλα τα αρσενικά της γης συναντιόνται για ψωνια σε ένα και μοναδικό μαγαζί. «Το ηλεκτρονικάδικο» ή «γκατζεταδικο» ή αν θέλετε «μηχανηματάδικο». Εκεί όποιος και να ‘σαι, ότι και να ‘σαι, κάτι θα βρεις να πάρεις. Από ειδική συσκευή που μπορεί να «σε σηκώνει» όταν έχεις τον ασήκωτο, μέχρι ψηφιακό ηλεκτρονικό νυχοκόπτη, με ημερομηνία και ώρα. Συγκοινωνούν δοχείο με το παραπάνω μαγαζί είναι πάντα το ρολογάδικο, αφού το κάθε αρσενικό θα ήθελε ένα «ρουλόγι» σαν του Ιππότη της Ασφάλτου ή απλά ένα ρολόι το οποίο θα μπορεί να χρησιμοποιεί για οτιδήποτε άλλο εκτός από το να βλέπει την ώρα.
ΕΚΕΙΝΗ
Η τραγωδία ξεκινάει με εκείνη. Η στήλη δεν θέλει να γενικεύει ούτε να αδικήσει καμία αναγνώστρια. Σαφώς και υπάρχουν γυναίκες, που είτε δεν γουστάρουν, είτε δεν τους λέει κατί το να πάνε να ψωνίσουν. Σίγουρα όμως πάνω από 87,3% τσι εκατό ερεθίζεται και μπορεί και να «γκαβλώνει» μόνο με την ιδέα. Ότι και να είναι, όπου και να είναι, ότι και να πάρει. Αρκεί να πάει για ψώνια. Αρκεί να το κάνει. Και προκειμένου να το κάνει, δεν θα λυπηθεί.
Δεν θα λυπηθεί τον ύπνο εκείνου το πρωί του Σαββάτου, όταν θα τον τραβολογάει με τα σώβρακα (και ακατούρητο) από τις 8.20 για να είναι στην Ερμού την ώρα ακριβώς που ανοίγουν τα μαγαζιά.
Δεν θα λυπηθεί το ξεροστάλιασμα του έξω από κάθε μαγαζί, για τουλάχιστον 45 λεπτά (μέσο όρο) μέχρι αυτή να δοκιμάσει ότι φούστα, φόρεμα, μπλούζα, κάλτσα, κυλότα υπάρχει σε όλο το μαγαζί αλλά και στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το μαγαζί…
Δεν θα λυπηθεί τον εξευτελισμό του και το ότι θα γίνει περίγελος κάθε πωλήτριας, όταν θα περιμένει σαν μαλάκας, και εκείνες θα του λένε την θανατική ατάκα κλισέ που έχει θρέψει γενιές και γενιές “Εμ έτσι είναι αυτά. Τις γυναίκες τις περιμένουμε…(χα χα χα)
Δεν θα λυπηθεί τις φουσκάλες στα πόδια του από το πολύ περπάτημα.
Δεν θα λυπηθεί τα κρυφά μειδιάματα και κοροιδίες άλλων κοριτσιών, που θα τον βλέπουν να κρατάει σουτιέν, μαγιώ, ταγιέρ και πουκάμισα, έξω από «τα απογδυτήρια» μέχρι εκείνη να αποφασίσει.
Δεν θα λυπηθεί την μεταμόρφωση του σε βαστάζο της όταν δεν θα βλέπει που πατάει από τα πολλά κουτιά που θα κουβαλάει για πάρτη της, επειδή εκείνη θα πονάει (και καλά) η μέση της.
Δεν θα τον λυπηθεί όταν μετά από όλον αυτόν τον εφιάλτη, εκείνος θα της ζητήσει λίγο «κοκό», και εκείνη θα του απαντήσει με την ακόμα πιο θρυλική ατάκα: «Έλα ρε αγάπη μου τώρα. Είμαι κουρασμένη…”