Όταν πέθανε πρόωρα η ξαδέλφη μου εκείνα τα Χριστούγεννα στο τραπέζι μπροστά σε όλους μας, η θεία μου χωρίς να το σκεφτεί καν είπε:
“Βαριέμαι να σκάβουμε λακκο να την βάλουμε. Εγώ λέω να την βαλσαμώσουμε καλύτερα.”
Καθότι κανείς μας δεν ήθελε να σκάβει μεσημεριάτικα μετά από τέτοιο φαγοπότι δεν φέραμε αντίρρηση. Ένας συγγενής από την μεριά του “δεν έχω ιδέα ποιανού είναι αυτός” είπε ότι ήξερε κάποιον, την φόρτωσαν στο ημιφορτηγού του θείου μου κι έφυγαν. Το άλλο πρωί μας την έφερε έτοιμη. Δηλαδή από τον ταριχευτή ήταν έτοιμη, εμείς δεν είχαμε προετοιμαστεί καθόλου για το θέαμα.
“Ρε Αποστοοοοόλη!” άρχισε η θεία μου. “Τι έκφραση είναι αυτή που έχει το παιδί;”
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν ακριβώς χαμόγελο, δεν ξέρω τι ήταν. Ίσως ήταν ελαφρώς μη συμμετρικό, αν και μια φορά μετά από μέρες που πήρα χάρακα και το μέτρησα δεν μπορούσα να βρω ποια μεριά ήταν διαφορετική. Ανθρώπινη έκφραση δεν ήταν πάντως.
-Τι να σου πω αγάπη μου; απάντησε ο θείος. Με ρώτησε ο ταριχευτής αν είχα αγαπημένη έκφραση προσώπου και δεν μπορούσα να το εξηγήσω καλύτερα.
“Χάθηκε ο κόσμος να την έβαζες να χαμογελάει βρε;”
-Α με τίποτα! Ο θείος μου ήταν απόλυτος σε αυτό, ξαφνικά σίγουρος. Όσα χαμόγελα προσπάθησε ήταν σαν κλόουν, σαν από θρίλερ, άσε καλύτερα, είπε, και πήγε μέσα.
Μαζευτήκαμε γύρω από το ανοιχτό ημιφορτηγό. Την είχε δει δηλαδή ολόκληρο το χωριό πριν την δούμε εμείς έτσι δεμένη με σχοινιά και λάστιχα μην φύγει σε καμιά στροφή. Την κατεβάσαμε, πήγε αρχικά στο σαλόνι σε μια γωνιά μαζί με την καρέκλα στην οποία την είχε στερεώσει. Δεν γινόταν όμως εκεί, χαλούσε την φάση ακόμα κι αν έκανες κάτι άσχετο όπως να δεις τηλεόραση. Ειδήσεις έβλεπες, ατάραχη, θρίλερ, ατάραχη, κωμωδία…τίποτα. Ποτέ. Μετά την βάλαμε στο χωλ αλλά αρχίσαμε με τον καιρό να αφήνουμε παλτά πάνω της. Δεν ήταν σωστό. Πέρασαν μερικές εβδομάδες, δοκιμάσαμε άλλες θέσεις, μια μέρα έφτασα Κυριακή να φάμε με την θεία μου και την βρήκα στον κήπο να σκάβει έναν μεγάλο λάκκο και δίπλα η καρέκλα με την ξαδέλφη.
Δεν μπορείς να βαλσαμώσεις την ζωή, κινείται συνέχεια με μικρούς τρόπους που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε συνήθως. Οι στιγμές δεν πιάνονται, ούτε σε φωτογραφίες, ούτε πουθενά. Όποια έκφραση κι αν πάγωνε ο ταριχευτής στην ξαδέλφη μου, όσο τέλεια κι αν το κατάφερνε, αν την αφήναμε κάπου και την βλέπαμε συνέχεια έτσι, απλά θα έσβηνε όλες τις άλλες της που είχαμε για αυτήν. Με τον καιρό θα τις εξαφάνιζε. Η υπέροχα πολύπλοκη ζωή της να καταντήσει καρικατούρα, από ένα άλμπουμ πολυσέλιδο να βλέπεις μόνο το εξώφυλλο..
Τουλάχιστον σκάψαμε πριν το φαγητό έτσι, μας άνοιξε την όρεξη.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης συχνάζει σε νεκροταφεία και ξέρει από αυτά τα πράγματα