“Αλέκο σίγουρα;” H γυναίκα μου ως συνήθως όλο αντιρρήσεις.
-Ναι μωρέ.
“Ξέρεις πως ακριβώς είναι η φάση εκεί;”
-E, μέσες άκρες. Κάποιος Νομπελίστας πρωτοπόρος της τεχνητής νοημοσύνης που έχει ζήσει 300 χρόνια, τα τελευταία διακόσια κάπως σε ένα παγωμένο ψυγείο που είναι συνδεδεμένο με καλώδια με έναν server για να συνεχίζει το έργο του.
“Και τι ακριβώς λες να κάνει με το κασκώλ που του πήρες;”
-Σε ψυγείο δεν είναι;
“Όλοι οι άλλοι του έχουν πάρει βιβλία και τέτοια κουλτουριάρικα πράγματα όμως.”
-Άκου μωρό μου, εμπιστεύσου τον Αλέκο επιτέλους. Κι αν δεν του αρέσει στο κάτω κάτω, λέμε ότι το διάλεξα εγώ που δεν τον είχα συμφοιτητή. Φαγητό έχει καλό συνήθως;
“A, ναι, η σύντροφός του είναι από την Ταϊλάνδη και το φροντίζει πολύ.”
-Θα μας τρελάνει ο τύπος. Καλά είναι φωστήρας στο μυαλό κάπως, αλλά και Ταϊλανδέζα γκομενίτσα; Άτσα του!
Φτάσαμε λίγο καθυστερημένοι στο πάρτυ, έτσι πάει ο Γκονζαλεζίδης, πάντα με στυλ κάνω είσοδο. Ήταν ήδη όλοι γύρω γύρω από το ψυγείο με τα καλώδια και μιλούσαν με το τζιμάνι. Εξηγούσε πως νομίζει ότι πρέπει να διαχειριστεί η ανθρωπότητα τις ελλείψεις σε πολύτιμα μέταλλα και ένα σχέδιό του για διαφορετικό σχέδιο διαστημόπλοιων τα οποία μπορούν να μεταφέρουν ορυκτά από μετεωρίτες. Μετά άνοιξε μερικά βιβλία η βοηθός του και αυτός ευχαρίστησε όσους τα έφεραν. Ήρθε η ώρα μου:
-Εγώ έφερα κάτι διαφορετικό! Σχεδόν φώναξα για να μην περάσουμε απαρατήρητοι.
Ο Νομπελίστας αναγνώρισε την γυναίκα μου και την χαιρέτισε. Εγώ πλησίασα με το δώρο.
-Να σου το ξετυλίξω κιόλα, είπα, αφού δεν έχεις χέρια. Έβγαλα το κασκώλ, το έδειξα σε όλους και μετά με μια χαριτωμένη κίνηση το πέταξα γύρω από το πράγμα που έλεγα “ψυγείο”, την συσκευή στην οποία ήταν το σώμα και ο εγκέφαλος του λαμπρού αυτού ανθρώπου. Έκατσε λίγο στραβά γύρω από το μηχάνημα. Ακούστηκε η ρομποτική φωνή του.
“Ευχαριστώ πολύ.”
-Τίποτα. Δικιά μου ιδέα. Κάτσε να στο ισιώσω.
“Δεν χρειάζεται.”
-Μα επιμένω!
“Όχι, μια χαρά είν…”
Όπως τράβηξα το κασκώλ, σκάλωσε σε ένα καλώδιο από τα πολλά που μπαινόβγαιναν στο μηχάνημα. Πολύ απότομα γύρισε όλο και έσκασε στο πάτωμα. Στον τοίχο με όλα τα μηχανήματα που μετέφεραν τις νευρωνικές συνδέσεις άναψαν σχεδόν όλα τα φώτα ταυτόχρονα, τόσο κόκκινα όσο το Καραϊσκάκη σε ντέρμπι. Δυστυχώς και το πάτωμα άρχισε να κοκκινίζει, μάλλον με το αίμα του. Η Ταϊλανδέζα τσίριζε, εγώ προσπάθησα να απαγκιστρώσω το κασκώλ αλλά με την κίνηση άρχισε να τσουλάει η βαριά κατασκευή με τον επιστήμονα προς τις σκάλες. Άρπαξα την γυναίκα μου και πήγαμε προς το ασανσέρ γρήγορα. Πάτησα το κουμπί να φύγουμε έτσι προς το πάρκινγκ του κτιρίου αλλά πρόλαβα να τον δω να κατεβαίνει κυλιστά τις σκάλες προς τον κατήφορο. Δυστυχώς η βίλα του ήταν σε λόφο. Αν και οδηγούσα γρήγορα για να προλάβω μην φέρουν την αστυνομία, σε μια στροφή μας πέρασε το γυαλιστερό μεταλλικό πράγμα που κάποτε είχε τον πιο λαμπρό επιστήμονα του πλανήτη.
Έκανα το αμάξι στην άκρη, γύρισα με λάγνα ματιά στη γυναίκα μου. Ακούστηκε ένας απαίσιος θόρυβος καθώς έφτασε στον πάτο ενός γκρεμού η μεταλλική κατασκευή που τόσα χρόνια διατηρούσε εν ζωή τον Νομπελίστα και χτύπησε σε έναν βράχο. Της χάιδεψα το μάγουλο και αγνόησα το πανικόβλητο βλέμμα της.
-Δεν βλέπω να τρώμε Ταϊλανδέζικο απόψε αγάπη μου. Πάμε για Κινέζικο;