Βράδυ. Στο ράδιο έπαιζε Deep Purple.
Εκείνος, απολάμβανε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί αφήνοντας τις σκέψεις του ελεύθερες να στροβιλίζονται στους ρυθμούς της αγαπημένης του μουσικής.
Εκείνη σιωπηλή καθόταν δίπλα του και είχε τρυπώσει στην αγκαλιά του.
– Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόσα άτομα πραγματικά χωράνε σε ένα τραπέζι; της ψιθύρισε δίνοντας της ένα τρυφερό φιλί.
– Τι θέλεις να πεις; του απάντησε παραξενεμένα!
– Θέλω να πω, πως δεν μπορούμε με σιγουριά να πούμε πόσα άτομα χωράνε σε ένα τραπέζι. Δεν είναι τόσο απλό! Σίγουρα, μπορείς να κάνεις εικασίες βλέποντας το σχήμα και τις διαστάσεις, αλλά και πάλι …
– Καλά, καλά (τον διέκοψε)… και που καταλήγεις ;
Ένας μικρός αναστεναγμός το έσκασε από τα χείλη του.
Εκείνη σιώπησε. Τον άφησε να χαθεί στις σκέψεις του!
Ήξερε καλά ότι ήταν ο δικός του μικρόκοσμος…
Ακόμα μια γουλιά κρασί. Άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο του. Ο καπνός έγινε λέξεις. Και αυτές σκέψεις…
«Η ζωή μας γελά πίσω από την επιλογή. Έτσι και στο τραπέζι μας! Πόσους ανθρώπους χωράει και για ποιο σκοπό θα το χρησιμοποιήσουμε, εμείς θα το επιλέξουμε ούτως ώστε να μπορέσουμε να του δώσουμε ένα σκοπό και ζωή. Έπειτα αξία και μέγεθος!».
Εκείνη είχε πλέον αποκοιμηθεί δίπλα του.
Εκείνος, έγινε παρατηρητής σε ένα σκηνικό που είχε στηθεί μόνο γι αυτόν.
Οι σκέψεις και ο μονόλογος είχαν στήσει χορό:
«Για μένα η ζωή ήταν ένα ταξίδι στις ψυχές των άλλων. Πάντα με γοήτευε η διαφορετικότητα που μου επιβεβαίωνε τη μοναδικότητα. Έφτιαξα την ψυχή μου καράβι με μεγάλα πανιά και το έριξα χωρίς λογική και καπετάνιο στις θάλασσες των ανθρώπων. Τόσοι πολλοί άνθρωποι και λιμάνια για να δω! Τόσες πολλές θάλασσες να αρμενίσω! Πάντα επισκέπτης και ποτέ πειρατής. Άνοιξα την ψυχή μου για τόσους πολλούς. Για φτωχούς και πλούσιους, φοβισμένους, διεστραμμένους και λογικούς, για να βολευτούν και να μου φανερώσουν την ομορφιά τους. Γεύτηκα τη χαρά τους, τον πόνο τους, το μεγαλείο και τη μικρότητα τους. Δε με ένοιαζε. Ένοιωθα γεμάτος και πλούσιος. Έβρισκα την αρμονία στην συνύπαρξη».
Ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του.
«Πόσες φορές είχα βάλει στην ψυχή μου τα καλά της. Είχα στρώσει με επιμέλεια το τραπέζι έχοντας μαγειρέψει ό,τι καλύτερο, σερβίροντας το με ακριβό κρασί μόνο και μόνο για να έλθουν κάποιοι άνθρωποι, να καταβροχθίσουν με μανία ό,τι υπήρχε και έπειτα να με παρατήσουν να μαζεύω τα αποφάγια που είχαν αφήσει φεύγοντας!».
Τότε το χαμόγελο μετατράπηκε σε θλίψη.
Τόσο ανεπαίσθητη όπως ένα φευγαλέο χάδι.:
«Πόσο άδικος ήμουν με τους ανθρώπους που ήλθαν κρατώντας δώρα και εγώ τους πέταξα πάνω στο τραπέζι ό,τι πιο πρόχειρο είχα χωρίς να με νοιάζει. Και το χειρότερο ήταν ότι έπειτα σκεφτόμουν εκείνους που μου πέταξαν τα αποφάγια αντί αυτούς που μου έφεραν τα δώρα. Όλα λοιπόν είναι θέμα επιλογής. Εμείς θα επιλέξουμε ποιούς θα καλέσουμε στο τραπέζι, ποιούς θα περιποιηθούμε και το αν θα θελήσουμε να ζούμε σε μια συνεχή μιζέρια σκεφτόμενοι αυτούς που το λεηλάτησαν, αντί να το στολίζουμε γι αυτούς θα μας γλυκαίνουν την ψυχή!
Ένα σκανταλιάρικο δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια του.
«Το σκαρί μου πάλιωσε από τη χρήση και την κακομεταχείριση και τώρα το βλέπω πως δεν μπορεί πια να φτιαχτεί. Τώρα που είναι η σειρά μου να γιορτάσω την ψυχή, ξέμεινα από κρασί. Ματαιότητα. Όσο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν περισσότερο το μυαλό από το συναίσθημα η ζωή θα συνεχίζει να θεωρείται μια ματαιότητα, να χαρακτηρίζεται από τις ατέλειες και να αφήνει στη γλώσσα μια γεύση πικρή μετά από κάθε εμπειρία».
Τις σκέψεις του διέκοψε ατάκτως ο ήχος του ρολογιού. Ήταν δώδεκα. Ήπιε μια τελευταία γουλιά κρασί .
Ο ψίθυρος της φωνής της στο αυτί του, τον έκαναν να ανατριχιάσει γλυκά..
-Ε! είναι αργά… δε νομίζεις πως…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Την άρπαξε στην αγκαλιά και πήγαν μέσα.
Πίσω του ένα τραπέζι με λίγες καρέκλες στεκόταν αμίλητο στην άκρη του δωματίου. Εκεί ήταν η θέση του. Για να μπορεί να το βάζει στη μέση όποτε ο ίδιος ήθελε.
Εξάλλου ο ίδιος το όριζε αυτό. Η Ζωή κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα τόση ώρα τον παρατηρούσε.
Τα φώτα έσβησαν. Αύριο μια νέα μέρα ξημέρωνε γεμάτη επιλογές .
Ζωή είναι, κύκλους κάνει…