Η θεαματική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές της Κυριακής, θέτει πλέον ανάμεσα στα άλλα θέματα που θα απασχολήσουν τη νέα κυβέρνηση, και τη σχέση του Κράτους με την Εκκλησία της Ελλάδος. Για τη σχέση αυτή έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχουν χτυπηθεί αμέτρητες φορές τα πληκτρολόγια των υπολογιστών. Αυτά που γίνεται αντιληπτό, καθώς διαβάζουμε τις απόψεις αυτές, είναι μία λανθασμένη αντίληψη ύπαρξης “θεοκρατίας” στην Ελλάδα, εφόσον έτσι ερμηνεύεται η σχέση των δύο θεσμών από φιλελεύθερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού (όπως επιλέγουν να αυτοαποκαλούνται) ή από υπερασπιστές της Αριστεράς.
Με τη νέα κυβέρνηση που φέρνει μία διαφορετική προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης – ήδη ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ορκίστηκε με πολιτικό όρκο, υπερασπιζόμενος φυσικά τα προσωπικά του πιστεύω-, είναι απαραίτητος τόσο ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης Εκκλησίας – Κράτους, όσο και η εκκαθάριση των μύθων περί της σχέσεως αυτής.
Πρώτο, λοιπόν, στοιχείο που θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει φυσικά θεοκρατία, εφόσον στο πολιτικό αυτό σύστημα, α) ο ηγέτης ενός κράτους είναι ταυτοχρόνως θρησκευτικός και κοσμικός, δηλαδή κυβερνήτης και ιερέας, β) οι θρησκευτικές κανονιστικές διατάξεις αποτελούν κοσμικούς νόμους και η παράβασή τους, ενέχει ποινές.
Στην Ελλάδα αντιθέτως, υφίσταται ο θεσμός της συναλληλίας, η οποία σε θεωρητικό επίπεδο, αντικατοπτρίζει την ορθόδοξη πολιτική θεολογία. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το κράτος και η Εκκλησία αναλαμβάνουν διακριτούς ρόλους σε μία όμως σχέση πλήρους συνεργασίας.. Το καθεστώς αυτό έχει ήδη επικυρωθεί από το Σύνταγμα της Ελλάδος, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο, την Εκκλησία, πολιτειακό και θεσμικό εταίρο στη διακυβέρνηση.
Δεύτερο στοιχείο, που χρειάζεται επισήμανση, είναι η ύπαρξη καθεστώτος κρατικής θρησκείας και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως πχ η Μεγάλη Βρετανία, όπου ο Βασιλιάς ή η Βασίλισσα είναι ταυτοχρόνως και αρχηγός της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Στη Γερμανία επίσης, παρά την υποστήριξη της ανεξιθρησκίας, οι Εκκλησίες έχουν θέση προσώπων δημοσίου (και όχι ιδιωτικού) δικαίου. Μία θεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους ανά τον κόσμο, αποδεικνύει ότι υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις που καθορίζουν το καθεστώς αυτό, ανεξάρτητα από διαφωτιστικές απόψεις ή αριστερές ιδεολογίες.
Επομένως, οι απόψεις περί “τριτοκοσμικής και θεοκρατικής Ελλάδας”, όχι μόνο δεν ευσταθούν, αλλά δείχνουν και μία παραπληροφόρηση επί του θέματος. Ασφαλώς, στις ιστορικές εκφάνσεις αυτής της εμπλοκής Κράτους και Εκκλησίας, υπάρχουν πάντα παρενέργειες που εμφανίζονται: είτε με μία επιτηδευμένα συσκοτισμένη στάση από το Κράτος που άλλοτε αγκαλιάζει ή άλλοτε επιδιώκει ρήξεις με την Εκκλησία, είτε με βεβιασμένες κινήσεις άμυνας εκπροσώπων της Ιεραρχίας στην ανακολουθία αυτή, ή με παρεμβάσεις των σε θέματα ξεκάθαρης δικαιοδοσίας του Κράτους.
Έχοντας αυτά υπ’ όψιν, διαπιστώνουμε ότι το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ευθύς εξ αρχής, είχε στο πρόγραμμα του ως θέση το διαχωρισμό αυτής της σχέσης, και την περαιτέρω αυτόνομη πορεία των δύο θεσμών. Ωστόσο, κατά την προεκλογική περίοδο, ήταν σαφής μία στάση προσέγγισης του κου Τσίπρα προς τους εκπροσώπους της Ιεραρχίας. Τον είδαμε να παρίσταται στη λειτουργία των Θεοφανείων, να συναντιέται με Ιεράρχες και να καλεί τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στην ορκωμοσία του παρά την επιλογή του πολιτικού όρκου.
Με αυτές τις ενέργειες, παρουσιάζεται τουλάχιστον η πρόθεση του νέου πρωθυπουργού να σεβαστεί την Εκκλησία της Ελλάδος, εφόσον το ποίμνιό της αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού.
Η αρνητική φρενίτιδα που ξεκίνησε από την άρνησή του να ορκισθεί θρησκευτικά, δεν αδικεί μόνο τον ίδιο. Αδικεί και τους χριστιανούς πολίτες αυτής της χώρας. Στο ελληνικό κράτος υπάρχει μεν η συναλληλία, αλλά ταυτοχρόνως υπάρχει και προστατεύεται η ανεξιθρησκεία. Θα ήταν μεγάλη υποκρισία να απαιτήσουμε από τον κ. Τσίπρα να ορκισθεί θρησκευτικά, και ακόμη μεγαλύτερη θα ήταν η δική του υποκρισία, αν το δεχόταν. Αυτό θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και όσοι πολίτες ασπαζόμαστε τη χριστιανική πίστη. Η στάση του έδειξε αμφίδρομο σεβασμό προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ως έχοντα την πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας της Ελλάδος, και προς τα δικά του πιστεύω.
Από κει και πέρα, ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος δεν είναι ένα εύκολο ζήτημα. Από τη στιγμή που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Εκκλησία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος πολιτειακός εταίρος, οποιαδήποτε αλλαγή σημαίνει αναδιαμόρφωση του πολιτειακού καθεστώτος. Άρα θα είναι επιβεβλημένη η γνώμη του ελληνικού λαού, και η περαιτέρω αναθεώρηση του Συντάγματος, παράμετροι που πραγματοποιούνται μέσω θεσμικών διαδικασιών και όχι μέσω μεμονωμένων ενεργειών.
Επιπλέον, θα είναι επιβεβλημένος ένας περαιτέρω οικονομικός διαχωρισμός, που όπως δείχνουν οι αριθμοί, μάλλον δεν ευνοεί το Κράτος, αλλά ίσως δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα 1.
Το διακύβευμα όμως είναι άλλο στην περίπτωση της Ελλάδος, και ίσως αποτελέσει πονοκέφαλο για τον κ. Τσίπρα. Σε αυτό το χρονικό πλαίσιο και με δεδομένα τα κοινωνικά προβλήματα που έχει δημιουργήσει η κρίση, τι είναι προτιμότερο; Μία διαδικασίας ρήξης ή μία πολιτική αγαστής συνεργασίας πάνω στους όρους που θέτει η συναλληλία, με όρους δηλαδή διακριτών ρόλων; Γιατί, κακά τα ψέματα, η Εκκλησία αυτή τη στιγμή διαθέτει ένα δυναμικό που επιτελεί κοινωνικό έργο, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο, την ανθρωπιστική κρίση που βιώνει η χώρα μας. Σε αυτήν την παράμετρο, θα πρέπει να προστεθούν τα διάφορα ιδρύματα ΑΜΕΑ, γηροκομεία, ορφανοτροφεία κ.λπ., που λειτουργούν υπό τη διοίκηση της Εκκλησίας και αντικαθιστούν ένα Κράτος που μέχρι τώρα παρουσιαζόταν ανίκανο να διαχειριστεί με επιτυχία αυτές τις ανάγκες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρουσιάζεται η δυνατότητα παροχής μίας χείρας βοηθείας προς την κοινωνική πολιτική που θέλει να ακολουθήσει ο κ. Τσίπρας.
Αυτό που μέχρι στιγμής φαίνεται να είναι η πρόθεση του κ. Τσίπρα είναι μία σχέση σεβασμού και προσέγγισης προς την Εκκλησία και τους χριστιανούς πολίτες αυτής της χώρας, παρά τις ακραίες φωνές που ακούγονταν κατά καιρούς από διαφόρους εκπροσώπους του κόμματός του. Παράλληλα, είναι σαφές πως δε θα αφήσει χωρίς αξιοποίηση κάποιες προσπάθειες εκκοσμίκευσης ορισμένων διαδικασιών, όπως έκανε και με τον όρκο. Και ειλικρινά ελπίζουμε ότι θα κινηθεί προς μία κατεύθυνση αποτροπής της ρήξης, προς έναν διάλογο με τους πιστούς και την Ιεραρχία, ώστε να επιτευχθεί ένας εξορθολογισμός της σχέσης Εκκλησίας και Κράτους, και μία διασαφήνιση των δικαιοδοσιών των ρόλων, για την αποφυγή οποιαδήποτε παρενέργειας. Το απαιτούν και οι καιροί και οι πολίτες αυτής της χώρας.
1 Για το θέμα αυτό, ενδεικτική είναι η εμπεριστατωμένη εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σεβασμιωτάτου Χρυσόστομου Σαββάτου “Εκκλησιαστική Περιουσία και Μισθοδοσία του Κλήρου”, που έγινε με αφορμή το Συνέδριο “Εκκλησία και Αριστερά” (Διοργάνωση από το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ., υπό την αιγίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος).
H Αλεξία Χατζή είναι κάτοχος Μάστερ Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ και Πανεπιστημίου του Φριβούργου Ελβετίας και υποψήφια διδάκτορας του ΕΚΠΑ, τμήμα Θεολογικής Σχολής
πρώτη δημοσίευση : www.emea.gr