Ξύπνησα πριν την προγραμματισμένη μου ώρα όχι για πιπί αλλά λόγω μιας γνωστής μα ξεχασμένης αίσθησης: παγωμένα πόδια. Το σεντόνι δεν έκανε τίποτα και οι εναλλακτικές ήταν δύο: να σηκωθώ να πάρω καρέκλα, να ανέβω στα ψηλά ψηλά της ντουλάπας, να πάρω μια κουβέρτα, να ξανακοιμηθώ ή να σηκωθώ οριστικά. Ακολούθησα τη δεύτερη. Έβαλα φόρμα με κοντομάνικο και όδευσα προς την κουζίνα να φτιάξω καφέ. Άνοιξα διάπλατα και τις μπαλκονόπορτες να μυρίσει το σπίτι βασιλικό. Freddo espresso; Χμμμμ όχι σήμερα. Λίγο τα παγωμένα πόδια, λίγο η γυμνή πατούσα στο πλακάκι, λίγο που η από πάνω πηγαινοέρχεται μ’ ένα αυστηρό ντακα ντουκα που στ’ αυτιά μου ακούγεται σαν ήχος μπότας, λίγο οι φίλες μου που εύχονται καλό μήνα στο viber… λέω να φτιάξω ελληνικό.
Υπάρχει μια αμφιβολία δε… έχω να πιω πετυχημένο ελληνικό καφέ από τεσσάρων χρονών στη Μυτιλήνη. Ήμουν με τη γιαγιά μου κι άλλες γηραιές κυρίες στο σπιτάκι στον κάμπο. Σ’ ένα τραπεζάκι ροτόντα μ’ αυτόν τον πλαστικό μουσαμά με ροζ λουλουδάκια κάθονταν αυτές και έπιναν ελληνικό κι εγώ ζουζούνιζα πέρα δώθε, έπαιζα με τις κότες, σκαρφάλωνα στο πηγάδι και φώναζα ν’ ακούσω την ηχώ, απολάμβανα αυτά που ένα παιδάκι της Αθήνας έχει στερηθεί, όσο μπορούσα. Εκεί δοκίμασα πρώτη φορά ελληνικό, για την ακρίβεια κουλουράκι βουτηγμένο σε ελληνικό. Και εκστασιάστηκα. Στο μυαλό μου ο ελληνικός καφές έγινε το μαγικό φίλτρο που πίνουν οι μαμάδες και οι γιαγιάδες και βλέπουν το μέλλον κι αυτό ενισχύθηκε όταν μου είπαν το φλιτζάνι. Θυμάμαι μου είχαν πει πως την επόμενη μέρα θα έρχονταν οι γονείς μου φορτωμένοι δώρα. Όπως και έγινε -αφού είχαν ενημερώσει τη γιαγιά. Ο ερχομός της μαμάς και του μπαμπά με έκανε να χαρώ πολύ που τους είδα αλλά ταυτόχρονα να πάρω μεγάλη πίκρα γιατί ήρθαν να με παραλάβουν να γυρίσουμε στην Αθήνα και Αθήνα σήμαινε χειμώνας. Σήμαινε απογεύματα που βραδιάζει νωρίς, μυρωδιά γομολάστιχας, πρωινά ξυπνήματα και χοντρές κάλτσες. Κάλτσες: το πιο μισητό μου πράγμα έκτοτε. Κάθε που άρχιζαν οι ψύχρες η μαμά μας κυνηγούσε να βάλουμε κάλτσες κι εγώ το αρνιόμουν μέχρι εσχάτου δακρύου. Όσο πατούσα ξυπόλητη ένιωθα πως ήταν ακόμα καλοκαίρι. Όταν έπεφτε αυτό το τελευταίο οχυρό ήταν σαν μαγικά να άρχιζε να φυσάει, να βρέχει, να χιονίζει ασταμάτητα για πολλούς μήνες.
Έκλεισα την παρένθεση παρακολουθώντας τον ελληνικό να φουσκώνει, όχι όμως όσο έπρεπε γιατί ο σωστός ελληνικός δε γίνεται στο μάτι της κουζίνας αλλά στο γκαζάκι ή στη χόβολη που τίποτα απ’ τα δύο δεν έχω. Σα ψευδαίσθηση καλοκαιριού τον έβαλα ευλαβικά στο αγαπημένο μου Σίφνος φλιτζανάκι . Και ω του θαύματος οι αναμνήσεις βρήκαν και πάλι το δρόμο τους ανάμεσα στα παγωμένα πόδια και την πρωτομηνιά του Οκτώβρη. Φαντάστηκα σύκα βασιλικά κατακόκκινα, καρπούζι με ρακή, μάτια να τσούζουν απ’ το αλάτι, κουβέντες με ασταμάτητα γέλια στο τσιπουράδικο της γειτονιάς, ιστορίες αληθινές μα με λίγη σάλτσα, όση πρέπει για να ανοίξουν διάπλατα τα γλαρωμένα απ τη ρακή και το φαγητό μάτια. ..
«Μήπως τα βραχιολάκια στον αστράγαλο είναι άκαιρα;» Σκέφτηκα πίνοντας τον καφέ μου και βλέποντας τις τέντες να προσπαθούν να μη σκιστούν… «Μπαααα το καλοκαίρι εμείς το φέρνουμε άλλωστε…». Το καλοκαίρι είναι μέσα μας, στις καρδιές, στα ζεστά χαμόγελα που λιώνουν κάθε πάγο, στις αγκαλιές και στα φιλιά που αν κλείσεις τα μάτια και λίγο αφεθείς μυρίζουν daiquiri. Το καλοκαίρι είναι στις πραγματικές φιλίες, αυτές που ποτέ δεν σε προδίδουν όπως μια ταβέρνα στην ακροθαλασσιά, είναι στις αναπάντεχες εξόδους με βροχή που δεν σε νοιάζει να γίνεις λούτσα γιατί το βρεγμένο είναι σέξι και φοράς αδιάβροχο αι-λαινερ, στα κορίτσια που γελάνε παντού και πάντα γελάνε, με ή χωρίς λόγο, γελάνε και βρίσκουν το δρόμο τους μέσα από αναποδιές και απρόσμενα γεγονότα, βρίσκουν αιτίες να κλείνουν το μάτι και να ανακαλύπτουν κρυμμένα αγριολούλουδα μέσα στο χιόνι…