Όταν γεννήθηκε αυτό το μικρό κόκκινο ποδήλατο, ο πατέρας του έκλαψε. Γιατί ήθελε αγόρι βέβαια. Ήθελε ένα μπλε, πιο σπορ μοντέλο, με γρήγορα λάστιχα. Όχι αυτά τα ψιλοτρακτερωτά που τελικά δεν κάνουν για τίποτα. Αργούνε στην άσφαλτο, γλιστράνε στο χώμα. Με τον καιρό όμως το αγάπησε βέβαια όσο μπορούσε. Η γυναίκα του έλεγε ότι ήταν το πιο καλό από τα άλλα ποδηλατάκια τους στις ανηφόρες κι ας έβγαινε πάντα τελευταίο. Κι ας ήταν κάπως περίεργο.
Ακόμα δεν πήγαινε καλά καλά με βοηθητικές και μια μέρα εξαφανίστηκε. Όλοι ανησύχησαν. Ξαφνικά άκουσαν έναν θόρυβο σαν μεγάλο μηχανάκι να έρχεται. Βγαίνουν στον δρόμο και τι να δουν; Το μικρό κόκκινο ποδήλατο είχε καρφώσει στην παγουροθήκη μια σφηγκοφωλιά! “Είμαι μηχανάκι! Είμαι μηχανάκι!” φώναζε χαρούμενο και οι σφήγκες όλες μαζί βούιζαν σαν 800άρα Καβασάκι πειραγμένη. Τα τσιμπήματα από τις σφήκες δεν φαίνονται στην κόκκινη μπογιά του, αλλά παραλίγο να πεθάνει εκείνη την ημέρα.
Τα άλλα ποδήλατα δεν έπαιζαν μαζί του. “Είναι περίεργος!” έλεγαν και έφευγαν με σούζα για μαγκιά . Οπότε το μικρό κόκκινο ποδήλατο άρχισε κι αυτό τις σούζες. Αλλά όχι μια και δυο. Στην αρχή έτρωγε τα μούτρα του αλλά μετά έκανε συνέχεια σούζα. Έτρωγε σούζα, κοιμόταν σούζα και όταν η δασκάλα στο ποδηλατοσχολείο ρωτούσε κάτι, πάντα αυτός ήταν ήδη σούζα και τον ρωτούσε τις πιο δύσκολες ερωτήσεις για δίκυκλα.
Μόνο που δεν ήταν πια δίκυκλο! Η μπροστινή του ρόδα από την αχρηστία ξεφούσκωσε, δεν πατούσε πια ποτέ κάτω. Μετά από έναν χρόνο είχε σαπίσει και βρωμούσε αλλά κανείς δεν τον πλησίαζε έτσι κι αλλιώς. Μια μέρα όπως βγήκε από ένα στενό, σούζα βέβαια, ένα φορτηγό που πέρασε πολύ ξυστά έσπασε το ποδήλατο στη μέση. Έτσι σούζα που ήταν δεν είχε δει ότι ερχόταν το φορτηγό. Στο ποδηλατάδικο μαζεύτηκε η οικογένειά του, όλοι είχαν ανησυχήσει. “Που θα πάει πια αυτή η κατάσταση;” “Έμεινε πλέον μισό από τις σούζες;” Άλλοι έλεγαν να το στείλουν σε μοναστήρι, εκεί που τα ποδήλατα κάθονται ακίνητα όλοι μέρα και προσεύχονται για τους ποδηλάτες της Αθήνας. Άλλοι έλεγαν να τον κάνουν τρίκυκλο. Εκεί που όλοι μιλούσαν έντονα μεταξύ τους, το μικρό κόκκινο ποδήλατο βγήκε από την εντατική μόνο του. Στη μια ρόδα. Τα άλλα ποδήλατα έμειναν να το κοιτάνε.
“Μαμά, μπαμπά, δεν είμαι πια ποδήλατο. Αύριο θα πάω στο τσίρκο.”
Στην φωτό πρώτο ποδήλατο που αγόρασα μεταχειρισμένο βέβαια στην Αγγλία ως φοιτητής, νομίζω 50 λίρες το πήρα. Μετά από κάνα χρόνο ένας τύπος μου λέει “α, αυτό ήταν δικό μου αλλά το έκλεψαν αλλά δεν πειράζει, πήρα διπλάσια από την ασφάλεια”. Μετά από λίγο καιρό το έκλεψαν κι από εμένα αλλά πλέον οι ασφαλιστικές τα είχαν μάθει τα κόλπα οπότε δεν έβγαλα κέρδος. Και μετά λένε για τους Έλληνες. Δεν είναι κόκκινο και δεν ξέρω καλή σούζα.