Σκάει σαν κύμα χειμωνιάτικο, ταράζει τον ίδιο τον αιθέρα σάμπως και σκορπά γύρω μας στάλες από θάλασσα, αφρό, και αλάτι.
– Για μόνο ένα λεπτό; με ρωτάς.
– Για μόνο ένα λεπτό, κάνε πως δεν υπάρχει κανένας άλλος για σένα. Κάνε πως εγώ είμαι ο κόσμος σου. Για μόνο ένα λεπτό, σκέφτομαι σιωπηλά, πες μου ότι θέλεις να είμαστε ένα Είμαστε. Ένα είμαστε, μαζί.
– Για μόνο ένα λεπτό. Γνέφεις το κεφάλι. Συμφωνείς.
Και για ένα μόνο λεπτό με κοίταξες στα μάτια χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, χωρίς τύψεις. Σου τ’ ορκίζομαι είδα τα μάτια σου ν’ αλλάζουν χρώμα μπροστά μου, στον Θεό που σ’ έχω. Και ψιθύρισες:
– Θα μου πεις μια ιστορία;
Γιατί ήξερες ότι τις ιστορίες μου τις αγαπώ. Γιατί ήξερες ότι οι ιστορίες μου ήταν τα κομμάτια μου. Γιατί ήξερες ότι οι ιστορίες μου ήταν όλες για σένα.
– Έλα, νιαουρίζεις, αφού όλο τις ιστορίες σου σ’ αρέσει να λες. Θα μου πεις μια ιστορία; Και εγώ απαντώ:
– Ποια ιστορία να σου πω;
Να σου πω μια ιστορία με νερό. Όχι, όχι νερό, όχι απλά νερό.
Με θάλασσα.
Μια ιστορία με θαλασσινό νερό.
Μια στιγμή τόσο τέλεια που ήταν σχεδόν κλισέ.
Μια στιγμή τόσο τέλεια που ήταν σχεδόν καρτ-ποστάλ.
Με θάλασσα. Έναν άντρας, και μια γυναίκα φοράνε μπουφάν και πουλόβερ μα τα πόδια τους είναι γυμνά, τα δάχτυλα βυθίζονται στην άμμο. Κρατάνε καφέ και χαμογελάνε τα δυο τους και κοιτάζονται χωρίς να μιλάνε. Ένας σκύλος τινάζει νερό και άμμο δίπλα τους, αλλά αυτοί εκεί – χαμογελάνε και κοιτάζονται και δεν μιλάνε καν.
Και δεν μιλάνε καν.
Να το θυμάσαι αυτό, μάτια μου. Πόσο σπάνιο είναι δυο άνθρωποι να τα λένε όλα χωρίς να λένε λέξη. Πόσο σπάνιο είναι δυο ψυχές να μπορούν να μοιραστούν μια σιωπή. Να το θυμάσαι αυτό μάτια μου, γιατί άλλες ψυχές μιλάνε πολύ και καταλήγουν να λένε λίγα. Η σιωπή για αυτές τις ψυχές τσακίζει κόκαλα.
Και ξαφνικά αυτή έρχεται κοντά του. Τα μαλλιά της είναι ατημέλητα στην εντέλεια. Ο αέρας που φυσάει κλέβει τούφες από την τόσο προσεκτικά πλεγμένη πλεξούδα της και τα τινάζει αριστερά-δεξιά δίνοντας της ένα ύφος ήρεμης αγριάδας. Σχεδόν σαν να τα συμφωνήσανε αυτή και ο Βοριάς ένα πράμα. Και έρχεται κοντά του. Και τον παίρνει αγκαλιά.
Αυτός κλείνει τα μάτια του, καθώς αυτή τον σφίγγει, και ξεφυσά. Φεύγει η ανάσα του και με την επόμενη που παίρνει πίνει το άρωμα της. Τα χέρια του κρέμονται άβολα στις άκρες του, άγαρμπα αγγούρια ενός κακοφτιαγμένου σκιάχτρου.
Και αυτή σφίγγει περισσότερο την αγκαλιά της και ξαφνικά αυτός, σαν νεογέννητο που περπατάει για πρώτη φορά, την αγκαλιάζει και αυτή.
Περίεργο, σκέφτεται αυτός, το σκιάχτρο. Τι περίεργο πράγμα να σ’ αγαπούν; Τι πιο περίεργο πράγμα απ’ το να αγαπάς ένα σκιάχτρο;
Τι πιο δύσκολο πράγμα απ΄ το ν’ αγαπάς;
Το κύμα γλύφει και τους τέσσερεις τους αστραγάλους και κανένας τους δεν μιλά μα στην άδεια παραλία αντηχούν δυνατά οι φωνές τους που λένε:
– Συγγνώμη.
– Και εγώ, συγγνώμη.
Ο ένας, που σ’ αγάπησα τόσο πολύ. Ο άλλος, που σ’ αγάπησα τόσο λίγο.
Που σε λάτρεψα. Που σε φοβόμουνα. Που σε ζήλευα. Που σου θύμωσα. Που δεν σ’ εμπιστεύτηκα. Που σε πλήγωσα.
– Συγγνώμη, που δεν άντεξα.
– Συγχώρα με, που άργησα.
Τον κοιτάει στα μάτια ξανά. Το κύμα συνεχίζει να φιλά απαλά την ακτή, όπως κάθε φορά. Την κοιτάει και αυτός στα μάτια.
– Σ’ ευχαριστώ που με έφερες στην θάλασσα. Το είχα ανάγκη.
Το είχες όντως ανάγκη. Το νερό πάντα στην θάλασσα γυρνάει.
– Παρακαλώ, μονάχα της απαντάει.
– Ειλικρινά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που έκανες για μένα. Είσαι…
– Είμαι;
– Είσαι ο Ήρωας μου, απαντάει.
Σου άρεσε η ιστορία μου;
Σου άρεσε η ιστορία μου. Το βλέπω στα μάτια σου, καθώς χαμογελάς.
Καθώς ακουμπάς το κεφάλι σου στο στήθος μου. Και χαμογελάω γιατί, όσο ξέρεις ότι μ’ αρέσει να λέω τις ιστορίες μου, τόσο ξέρω ότι άλλο τόσο σου αρέσει να τις ακούς.
Για μόνο ένα λεπτό σου ζήτησα να υπάρχεις για μένα μόνο. Και εσύ μου χάρισες πέντε.
Ξεφυσάς.
– Μ’ αγαπάς; ρωτάς.
– Πολύ.
– Παρ’ όλα αυτά;
– Μαζί με και παρ’ όλα αυτά.
– Μα πως γίνεται να με αγαπάς όταν ούτε εγώ με αγαπώ;
– Γιατί εγώ μας αγαπώ και για τους δυο μας.
***
Κι ύστερα εσένανε ρωτώ το νόημα του κόσμου
και λες: το χέρι σου κρατώ κι εσύ είσαι δικός μου.
Και πάνω ο ήλιος μια πηγή, μια χρυσαφένια βρύση,
νερό το φως του να πνιγεί όποιος θέλει να ζήσει.