Gianni Potamussis
Απόψε η απώλεια έγινε πλατεία
με παγκάκια και δέντρα και αγάλματα
κι’ εγώ στο κέντρο της με μια κρύα σελήνη
κι’ ένα σπαθί στο στήθος μου μπηγμένο
ν’ αντανακλά τις λιγοστές αχτίδες.
– Δεν μιλάνε οι νεκροί
είναι ντυμένοι αδιαφορία κι’ καρδιά τους δεν ανήκει σε κανένα.
Απόψε τα δάκρυά μου σβήσαν και την τελευταία μου ελπίδα.
Κι εγώ έμεινα μόνος στο νεκρό πλακόστρωτο.
– Δεν μιλάνε οι σκοτωμένοι
είναι ντυμένοι απελπισία γιατί ο θάνατος είναι όλος δικός τους.
Απόψε το σκοτάδι έγινε φυλακή να κλείσει τα πέντε μου όνειρα.
Αχ παιδί, παιδί
τώρα κείτεσαι και σφαδάζεις απ’ τον πόνο
κι’ εγώ δεν έχω τίποτα να σου δώσω
ούτε την δροσιά του ίδρωτα μου απ’ τον χτεσινό πυρετό
ούτε τα δυο μου δάκρυα γιατί τα χάλασα ψες.
Αχ παιδί, παιδί
τέτοιος θάνατος δεν σου ταιριάζει.
Προχωράνε σκυφτοί , δεν μιλάνε , δεν σκέφτονται , δεν ελπίζουν
και ‘γώ πηγαίνω πηγαίνω.
Απόψε δεν θάχω ούτε τη σκέψη σου
σειρήνες από ασθενοφόρα και περιπολικά και φωνές μου την έκλεψαν.
Δεν μιλάνε οι “δίκαιοι” διατάζουν : θάνατος.
Και ‘γώ έμεινα μόνος ξαφνικά
να κοιτάζω αδιάφορα μια πεθαμένη εκκλησία κι ένα ρολόι
να χτυπά αδιάκοπα επιστροφή.
Και ‘γώ έμεινα άγαλμα στη νεκρή πλατεία .
Απόψε μου ‘λειψε ο αγέρας γιατί τον χρώσταγα .
Ήταν η αδιαφορία που μου τον πήρε …και ο “δίκαιος”.
Και ‘γώ βρέθηκα να ψάχνω την ύπαρξη μου χαμένη στους υπονόμους.
Αχ κορίτσι , κορίτσι
με μια αγάπη κι ένα πόθο
ποιος σου έκλεψε την ευτυχία .
Αχ κορίτσι , κορίτσι
έμεινες μόνη σου να καρτεράς
με δυο χειροπέδες κι ένα λάκκο να θάβεις ονείρατα.
Και ‘γώ δεν έχω ούτε μια ελπίδα να σου δώσω .
Και ‘ γώ δεν έχω παρά μια νεκρή πλατεία.
Απόψε πέρασα στην αντίπερα όχθη
με μια κίτρινη βροχή να πλέκει δίχτυα την ερημιά μου.
Μοναξιά μοναξιά μου όσο εγώ σ’ αγάπησα δεν σ’ αγάπησε κανείς.
Αχ παιδί, παιδί
βιάστηκες να γίνεις μεγάλος
να ψηλώσεις.
Αχ παιδί, παιδί
αγάπησες την άνοιξη και τα γαρούφαλα κι ήταν έγκλημα.
Αχ παιδί παιδί
τέτοιος θάνατος δεν σου ταιριάζει.
Απόψε η καρδιά μου τρέχει μακρυά
χάνεται στον ορίζοντα
σβήνει στα χρώματα τ’ ουρανού
ψάχνει να βρει το γέλιο σου και μένα.