Γιάννης Ρίτσος
Αργά το απόγευμα, χειμώνα – καλοκαίρι,
στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο,
κάτω απ΄την επίδραση του αποσπερίτη,
ανέβαζα τ΄αριστερό μου χέρι ν΄ αγγίξω τα χείλη μου,
αργά, προσεχτικά, αφηρημένα,
γύρω – γύρω,
σα να ΄ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης
ή σα να ΄ταν να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.
Κείνα τα χρόνια, πολλές φορές,
σεργιανώντας μονάχη στον κήπο,
μου ΄χε τύχει να ΄ρχεται αθόρυβα πίσω απ΄τη ράχη μου η σελήνη,
και ξάφνου να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια.
«Ποιος είμαι;», ρωτούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.
Εκείνη δε ρωτούσε πια.
Χαλάρωνε τα δάχτυλα της.
Έστρεφα πίσω.
Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο.
Το δροσερό μάγουλό της
πάνω στο μάγουλό μου
— κι όλο το χαμόγελό της —
της το άρπαζα κ΄έτρεχα με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα, μ΄ έπιασε επ΄ αυτοφώρω η μητέρα:
«Με ποιον κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα.
«Ανόητη», είπε η μητέρα «δεν εννοείς να μεγαλώσεις».
Κείνη τη στιγμή, όντως ή γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου.
Ένα μεγάλο χρυσόψαρο τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι.
Το άρπαξε η γάτα και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές.
Φώναξα.
Την κυνήγησα
— (τρόμαξα μη μου φάει τόνα χέρι της σελήνης) —
κ΄η μητέρα με πίστεψε.
Έτσι γίνεται πάντοτε.
Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε,
σε ποιόν, και τι να πούμε.
Μένουμε μόνοι με αφανείς δυσκολίες,
σε αφανείς πολέμους,
χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς
ή, μάλλον, εχθρότητες.
Ωστόσο και με πολλούς συμμάχους
— αφανείς κι αυτούς —
καθώς η σελήνη του παλιού κήπου,
καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κ΄η γάτα.