Το κάρμα της Ζέτας έγραφε κάπου SMS με τεράστια γράμματα. Κόβω την ουρά μου και την πετάω στις ύαινες να την φάνε αν δεν ισχύει. Ένα αθώο, αστείο, τόσο δα μηνυματάκι που αναβόσβησε στο κινητό της, σταλμένο από άγνωστο αριθμό. Άφοβη όπως πάντα, απάντησε και περίμενε. Αστειάκι ήταν, τι κακό μπορεί να κρύβει;
Έγινε το σχετικό παιχνίδι, χαρωπό, ευχάριστο και στο τέλος αποδείχτηκε πως ο παιχνιδιάρης Περικλής ήταν φιλαράκι του κολλητού της.
Μέχρι εδώ όλα καλά.
Λίγες μέρες πριν είχε ξυλοφορτώσει τον πρώην της, για δευτερη φορά και είχε ανάγκη για μια διέξοδο από τα νεύρα της. Μαυροζωνού βλέπετε με ποδάρια σαν κολώνες γρήγορα σαν την αστραπή. Ο λόγος της περιποίησης του μαλάκα, απλός. Τον είχε συγχωρέσει, που τον έκανε τσακωτό με την Φιλιπινέζα, αλλά τώρα τον έπιασε να μιλάει γλυκά στο κινητό, κρυμμένος μέσα στην αποθήκη, με την κουμπάρα της.
Η Φιλιπίνα είχε πάει αμέσως στην πατρίδα της, κανείς δεν έμαθε τι έγινε, αλλά με την κουμπάρα έγινε ρεζίλι.
Όσο και αν ήθελε να μεγαλώσουν οι δυο λεβέντες της με πατέρα στο σπίτι, η ιστορία δεν τράβαγε άλλο. Σαν καλός στρατιώτης, αποφάσισε, διέταξε και το θέμα τακτοποιήθηκε.
Ένα κενό όμως έμεινε, κρίνω ο σοφός.
Εδώ μπαίνει ο Κολούμπρα στην ιστορία. Ο Περικλής ο παιχνιδιάρης είναι καλός του φίλος. Ανοιχτομάτης, ανοιχτοχέρης και λάτρης των εξωσχολικών δραστηριοτήτων. Σε διάσταση με την σύζυγο, στα χωρίσματα με την γκόμενα και με μια ατζέντα φουλ από θηλυκα σε απόσταση επταλέπτου ετοιμότητος.
Α, μην το ξεχάσω! H Ζέτα είναι και αυτή καλή και αγαπητή φίλη του Κολούμπρα.
Δεν κατάλαβα πως πέρασαν έξι μήνες από το περιστατικό με τα μηνυματάκια και η Ζέτα με καλεί για τέιον, κινέζικο, πράσινο.
Μια διμοιρία σύννεφα πέρασαν από το μυαλό μου.
Αυτές οι σπάνιες προσκλήσεις στο σπίτι, δεν είναι ποτέ για χαζοκουβέντα. Γκομενικό δεν έπαιζε, την τελευταία πιτσιρίκα που επέμενε να με ενοχλεί την είχε σιγυρίσει, τι στο διάολο ήθελε;
Καταφθάνω στις πέντε ακριβώς, έχοντας ανα χείρας κουτί δαμάσκηνα με σοκολάτα από του Μικέ.
«Καλησπέρα ξεροκέφαλε, πάλι γλυκα έφερες; Αφού ξέρεις δεν τρώω ζάχαρη» με καλοσώρισε όλο χάρη και τσαχπινιά, από την ανάποδη.
«Μωρή στριμμένη, για τα παιδιά, κόφτο», πήγα να της πάρω τον αέρα.
Όλως περιέργως τη γλίτωσα, διότι προφανώς την απασχολούσε κάτι πολύ σοβαρό.
Περίμενα μέχρι το δέυτερο γύρο τεΐου και μου το ξεφούρνισε: «Ο φίλος σου ο Περικλής…»
«Ναι, τι έχει ο φίλος μου; Ακόμη μιλάτε μου είπε. Τί τρέχει;»
Γυρνά και με κοιτά κατάματα: «Μεγάλο νούμερο, αλλά καλό παιδί. Τι θα μου έλεγες για αυτόν Κολουμπρίνο μου;».
Απέναντι της ήμουν πάντοτε ειλικρινής και το ξέρει. Της είπα αυτό που μου βγήκε αυθόρμητα: «Μεταβολή, γοργό βάδην και μην γυρίσεις πίσω ούτε να για να κοιτάξεις.».
Με κάρφωσε αμίλητη, έσμιξε λίγο τα φρύδια, μου πέταξε ένα «Σιγά ρε κόπανε, για τόσο βλάκα με έχεις; Θα με ρίξει αυτό το καρτούν; Σε ρώτησα μήπως πρεπει να ξέρω κάτι, μιας και κάνουμε πολύ παρέα».
Δεν είχα να προσθέσω κάτι, αλλάξαμε θέμα, ξεσκονίσαμε τα κοινωνικά κιτάπια για ένα τρίωρο και απεχώρησα.
Βλέπω την απορία στα μάτια σας. Η ιστορία δεν φαίνεται να έχει κάτι το πρωτότυπο.
Λοιπόν, έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από το τέιον και η Ζέτα με πηρε τηλέφωνο κλαίγοντας. Είδα και έπαθα να την ψήσω να βγούμε για ένα καφέ.
Σοκαρίστηκα όταν κατέφθασε ασυνήθιστα αργοπορημένη.
Τσακισμένη, αδυνατισμένη και με έναν τεράστιο πόνο στα μάτια, που ξεχύθηκε στον αέρα όταν έβγαλε τα κατάμαυρα τεράστια γυαλιά της.
Μετά από ψήσιμο μιας ώρας μίλησε: «Ρίξε μου μια σφαλιάρα ρε κολλητέ, που δεν σε άκουσα. Ρίξε μου να την καταλάβω. Όταν μου είπες να φύγω και να μην γυρίσω πίσω, γέλασα υπεροπτικά μέσα μου. Δεν παίζει σκέφτηκα αυτό το σενάριο. Πρώτον δεν μου αρέσει ιδιαίτερα σαν άντρας, δέυτερον έχω κάνει και καλύτερα πηδήματα και τρίτον είμαι ο απόλυτος στρατιώτης. Όλα τα ρυθμίζω πριν στραβώσουν. Καλά περνάω μαζί του, ταιριάζουμε σαν φιλαράκια και σχεδόν κάθε μέρα έξω, διασκεδάζω. Τι μπορεί να στραβώσει;».
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Τότε γιατί είσαι σε αυτό το χάλι ρε Μανιάτικο πιστόλι; Τι έγινε;».
Για μισή ώρα έκλαιγε, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Δεν υπερβάλλω.
Όταν ηρέμησε, μου είπε με σιγανή φωνή:
«Ρε μαλάκα, πριν ένα χρόνο με είχε ψήσει να παντρευτούμε. Ψύχραιμη και λογική τα υπολόγισα όλα, τα τακτοποίησα στο μυαλό μου και συμφώνησα. Μια βδομάδα πριν ανέβω Θεσσαλονίκη να βρούμε σπίτι, το ακυρώνει, γυρνάει στη γυναίκα του και εγώ αντί να του στρίψω το λαρύγγι, έβαλα τα κλάματα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, πως χωρίς να το έχω πάρει χαμπάρι, ήμουνα ερωτευμένη μέχρι το μεδούλι. Θες και το χειρότερο; Όταν μετά από ένα εξάμηνο εμφανίστηκε ξανά και μου είπε, πως εμένα θέλει, αλλά δυστυχώς πρέπει να μείνει παντρεμένος, με αυτην που δεν χωνεύει, τον δέχτηκα πίσω. Βάρα με σου είπα, μήπως και συνέλθω, που δεν το βλέπω.»
Δεν σχολίασα ούτε την βάρεσα, απλά την αγκάλιασα και της είπα: «Εμένα με γλίτωσες τόσες φορές από κακοτοπιές, επειδή πάντοτε σε ακούω. Μιά φορά που με ρώτησες, γιατί δεν σκέφτηκες πως κάτι έμαθα τόσα χρόνια; Η σιγουριά και οι τουλάχιστον επτά γκόμενοι που σε κυνηγάνε ανά πάσα στιγμή, δεν σε προστατεύουν από αυτο το στρουμπουλό τσογλάνι με τα βέλη. Εγώ το ξέρω, εσύ γιατί δεν ρώτησες;»
Σιωπή φίλες μου, κιχ μην ακούσω. Αν την έπαθε η Ζέτα ο στρατηγός, όλες σας μπορείτε να γίνετε Σλούρπακ έξτρα σοφτ, ανά πάσα στιγμή. Από τον πιο άσχετο τύπο, που θα βρει τα κουμπιά σας.
Καλό μανικιούρ, τα μάτια σας ορθάνοιχτα και τα μπούτια σας μισάνοιχτα.