Την είδα στον ανηφορικό πλακόστρωτο δρόμο που ξεκινά από το λιμάνι της Τήνου και φτάνει στην Παναγία τη Μεγαλόχαρη. Ήταν νέα, το πολύ τριάντα, μαυροντυμένη. Είχε ξεκινήσει την αργή γεμάτη πόνο πορεία της γονατιστή προς την εκκλησία. Αυτό που τράβηξε την προσοχή μου πάνω της και όχι σε κάποιον άλλον που ανηφόριζε γονυπετής ήταν πως στην πλάτη της κουβαλούσε ένα μικρό αγόρι, δύο ετών περίπου. Ήταν ανεξήγητο το πώς το παιδί κατάφερνε να ισορροπήσει, σαν η μέση της να είχε σχηματίσει ένα μικρό καταφύγιο που φώλιαζε μέσα. Οι περαστικοί στέκονταν και την κοιτούσαν μα γι αυτήν υπήρχε μόνο ο στόχος: να καταφέρει να φτάσει στην Παναγία. Τα μάτια της, όσο κατάφερα να τα δω, ήταν υγρά και γυάλινα…
Δεν είχα ποτέ μου ιδιαίτερη σχέση με τη θρησκεία. Όπως πολλοί από εμάς φαντάζομαι. Μας μεγάλωσαν με ένα αδιάφορο και σχετικά άχρηστο μάθημα θρησκευτικών στο σχολείο, μας πήγαιναν να κοινωνήσουμε Χριστούγεννα και Πάσχα, γενικά βαριόμασταν να παρακολουθήσουμε μια ολόκληρη λειτουργία, το μυαλό μας πετούσε σε διάφορα άλλα, ποσώς μας ενδιέφεραν τα λόγια του παππά. Παρόλα αυτά, συχνά όταν συνέβαινε κάτι άσχημο επικαλούμασταν τα Θεία ή πηγαίναμε να ανάψουμε ένα κεράκι, νιώθαμε γαλήνη εκεί στο σπίτι του Θεού, ποτέ μα ποτέ όμως η πίστη μας δεν επηρέαζε και το υπόλοιπο της ζωής μας.
Το παραπάνω περιστατικό ξύπνησε μέσα μου την έννοια της πίστης. Όχι απαραίτητα της θρησκευτικής μα της πίστης σαν έννοια, σαν ιδέα. Της πίστης στον εαυτό μας, σε άλλους ανθρώπους, σε μια άποψη. Της πίστης που μας δοκιμάζει, μας δυσκολεύει για να μας φέρει εν τέλει μπροστά σ’ αυτό που ποθήσαμε. Σκέφτηκα τα εμπόδια που βάζουμε στους εαυτούς μας και μας κάνουν να χάνουμε την πίστη μας. Σκόπιμες ή ακούσιες τρικλοποδιές που μας πάνε πίσω, μας κάνουν να κοιτάμε χαμηλά αντί να ατενίζουμε μπροστά, μακριά και ψηλά. Όλα αυτά τα στοπ που μας κρατούν στάσιμους, όλα τα βάτα που εμποδίζουν το διάβα μας. Σκέφτηκα πως εμείς οι ίδιοι είμαστε υπεύθυνοι για την απώλεια της ελευθερίας μας, πως εμείς φταίμε που μέσα μας πλέκουμε συρματοπλέγματα γιατί φοβόμαστε.
Φοβόμαστε μη φοβηθούμε… φοβόμαστε τι θα συνέβαινε αν πιστεύαμε τόσο δυνατά, αν βγάζαμε μπροστά την ψυχή μας, τα θέλω μας, όλα αυτά που λαχταράμε, εμείς φταίμε που κατασπαράζουμε όλα τα αυθόρμητα κύτταρά μας και αφήνουμε να επιζήσουν αυτά που «πρέπει» για να μπορούμε μέσα από την σκληράδα τους να επιβιώσουμε, άλλη μια μέρα σαν τις ίδιες αυτές που πέρασαν κι αυτές που θα έρθουν, άλλες πολλές μέρες χωρίς παλμό, χωρίς ψυχή.
Εμείς φρενάρουμε τις καρδιές μας να τις προφυλάξουμε από τον πόνο, τη θλίψη, το απρόσμενο, την απώλεια… εμείς δεν ανοίγουμε τα φτερά μας να πετάξουμε μακριά σαν το γλάρο, να κοιτάξουμε από ψηλά τους καταπιεσμένους εαυτούς μας και απλά να τους αγνοήσουμε.
«Στην πίστη υπάρχει αρκετό φως γι’ αυτούς που θέλουν να πιστέψουν και αρκετές σκιές για να τυφλώσουν αυτούς που δεν θέλουν.»
Δεν έχω νιώσει ποτέ μου πιο περιττή από τις στιγμές που έχανα την πίστη μου σε κάτι που πραγματικά ήθελα, για μένα να μην πιστεύεις σε τίποτα είναι ο πιο αργός και βασανιστικός θάνατος.
Η γυναίκα με το παιδάκι στην πλάτη θα έφτανε κάποια στιγμή στον προορισμό της, θα σήκωνε τα μάτια στον ουρανό να δει αυτό που πίστευε, αυτό για το οποίο υπέφερε να κατακτήσει. Και θα ένιωθε, όποιος κι αν ήταν ο στόχος της ικανοποίηση, πληρότητα και ευδαιμονία. Κι αυτό από μόνο του είναι ένα θαύμα…