Υπήρξε μια εποχή, που στην ΟΝΝΕΔ, λίγο πριν μας επισκεφτεί ο αείμνηστος Αβέρωφ, γέμιζε η αίθουσα γαλάζομπλε τριαντάφυλλα.
Εξαμβλωματική παρέμβαση στη φύση.
Την ίδια εποχή ήταν της μόδας τα Datsun , οι αγρότες , τα ζιβάγκο, η Φαραντούρη και οι ξυλοδαρμοί με τους Κνιτες τα βράδια πάνω από κουβάδες γλουτολίνης.
A, και οι μπουνιές σε Γράμμο -Βίτσι με τους Επενίτες .
Ύστερα πέρασαν τα χρόνια.
Η τηλεόραση έγινε παντοδύναμη και ο κόσμος παρακολουθούσε άναυδος τον Τράγκα και τον Κακαουνάκη να λοιδορούν και να εκρήγνονται για το βαρύ γυμνό στήθος της Λιάνη κι ένα νεύμα πριν το “κωλόσπιτο”.
Υστερα μπήκε στα σπίτια μας ο Μαστοράκης και έφερε μαζί του πολλούς κώλους.
Γέμισε η οθόνη μπούτια και οι λιγούρηδες άφησαν τα επαρχιακά μπαρ γιατί άρχιζε το Ciao Antenna
Η Κορομηλά και η τέχνη του τίποτα ήταν πια γεγονός που έφερνε εκατομμύρια.
Μια μέρα ο Βοσκόπουλος έγινε σήριαλ σε απευθείας μετάδοση στον Ευαγγελάτο , ένα παιδί, βιτρίνα στα χέρια του και μια γυναίκα με απίστευτη ευφράδεια και οργανωμένη σκέψη του έφαγε του καημένου του “άντρα” τα λεφτά.
Οι καλλιτέχνες βλέπεις , βαθιά αρρωστημένοι νάρκισσοι συνήθως, αρέσκονται να υποδύονται το θύμα, μόνο που εδώ το θύμα ήταν ένα παιδί εκτεθειμένο στις αιμοβόρες κάμερες .
Κανείς μας τότε δεν βγήκε να καταγγείλει εκείνες τις πρώτες αθλιότητες.
Ακολούθησαν πολλές Χαρές στο κρεματόριο.
Ανέτοιμοι στη τόση αμορφωσιά αφεθήκαμε στο πιο ποταπό ίσως ελάττωμα του ανθρώπου: τη διεφθαρμένη αδιακρισία (το πλαστικό χρήμα ήρθε λίγα χρόνια μετά και μας αποτελείωσε μέσα στην τόση αποχαύνωση)
Η χώρα βυθιζόταν σε έναν αβυσσαλέο βόρβορο κι ακόμα δεν είχε σκάσει μύτη η γυναίκα του εν λόγω παρουσιαστή. Ειχε μόλις χωρίσει τα μαχαιροπιρουνα της απο τον πρωτο της συζυγο κι ηταν ενα σεμνο κορίτσι που ελεγε τον καιρο.
Είχε όμως ξεσουτσουνίσει ο Κωστόπουλος.
Ο εγχωριος τύπος γέμισε άχρηστες πληροφορίες και χιλιάδες καψαλισμένοι εγκέφαλοι σκότωναν κάθε βράδυ εκατομμύρια ψυχές ξεφυλλίζοντας τα περιοδικά του.
Τα πρωινά ψώνιζαν στη Βουκουρεστίου (ναι τώρα είχαμε μπει στην εποχή του πλαστικού χρήματος).
Κανείς δεν αντέδρασε και τότε.
Τα σαλέ της Μαστροκώστα ήταν πρώτη είδηση και στα σαλόνια των περιοδικών του Πέτρου απλώνονταν σεντόνια του ευ ζειν (με δανεικά).
Μετά μπήκε στη ζωή μας ο Θέμος, τσεβδός και ατσούμπαλος προσέφερε μπούτια και στριγκ μετά τις 12, σε μια προσπάθεια αναβάθμισης του τίποτα σε κάτι, έστω για λίγο.
Το βαρύ πυροβολικό μας, παρεμπιπτόντως, (για φαντάσου! ) είναι ο Νικολάκης, το άλλοτε συνεσταλμένο παιδί των κεντρικών.
Αρματαγωγό της δημοσιογραφίας.
Η σοβαροφάνεια και η επιτομή της κομψότητας με λιγο λούστρο καλής οικογενείας.
Τελικά αυτά από μόνα τους αρκούν στην Ελλάδα. Και λίγη τύχη με ατσαλάκωτο πουκάμισο.
Σαν του Ρουσσόπουλου.
Κάπου εκεί κάποιος Μαλέλης έπαθε κατάθλιψη και για να την ξεπεράσει αποφάσισε να πάρει κι άλλους στο λαιμό του. Το έκανε τόσο κακόγουστα , τόσο εγκληματικά που πιστεύω πως αν ποτέ συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ασχημονιάς του δεν θα βγει ποτέ από αυτήν.
Η πολιτική εν τω μεταξύ εκσυχρονίζεται , οι γόνοι άφησαν τα παχιά γρασίδια και τα φερ φορζέ και συνέχισαν να παίζουν στη Βουλή . Ο ένας υποδύεται απωθημένους ρόλους ντυμένος σαν βατραχάνθρωπος , η άλλη μιμείται τον πατέρα της σε όλα και ο ανηψιός είχε μια μαύρη ατζέντα για να τσεκάρει τους μη παραγωγικούς βουλευτές .
Όλοι τους τώρα είναι ακόμα διακοπες.
Λιγο πριν είχε εισβάλλει στη ζωή μας και το ιντερνετ.
Λιγο μετά αυξήθηκαν τα διαζύγια, όλοι έχουν μια γνώμη για τον άλλον με δεκάδες κλώνους για υποστηρικτές και τα λάικ έγιναν σαν τη λακ. Όσο πιο πολλά, τόσο πιο γερό το χτένισμα στο προφίλ.
Και κάπου εκεί έσκασε μύτη η κρίση. Και τότε φάνηκε στο μεγαλείο του ο κατακερματισμός ενός λαού που μεταπολιτευτικά γαλουχήθηκε με λάθος πολιτικούς και λάθος πρότυπα. Λαθος ενημέρωση, λάθος δικτύωση, λάθος επιλογές, λάθος τα πάντα όλα.
Αντί να δράσουμε όλοι μαζί διαιρούμαστε ακόμα σε παρατάξεις. Αντί να βάλουμε τελεία αναλωνόμαστε σε κόμματα.
Είναι σαν να έχεις καρκίνο και να διαλέγεις το φάρμακο που θα σου πει ο βουλευτής σου, αντί να πάρεις το ενδεδειγμένα αποτελεσματικότερο.
Αντί να βγούμε στους δρόμους, πνιγόμαστε στο ιντερνετ κι αντί να γυρίσουμε την πλάτη σε όλο αυτό το τσίρκο της οθόνης, ανυπομονούμε για τη νέα σεζόν βλέποντας τούρκικα σε επανάληψη.
Περαστικά, και γλυκανάλατους ασπασμούς.