Ο παππούς μου ήταν πλέον πολύ γέρος και είχε αρχίσει να τα χάνει. Πήγα να του μαγειρέψω κάτι, δεν βρήκα πολλά στο ψυγείο, έβαλα να γίνουν δυο τοστάκια και άρχισα να στρώνω το τραπέζι. Το είδε και πήρε μπρος με συμβουλές:
“Ένα ποτηράκι κρασί το βράδυ πες ότι κάνει καλό στην υγεία σου. Το δεύτερο κάνει καλό στον γάμο σου και το τρίτο στερεί έσοδα από τον ψυχολόγο σου. Ψυχολόγους μην εμπιστεύεσαι, ειδικά αυτούς που λένε ότι δεν φταις εσύ, φταίνε όλοι οι άλλοι. Αν πείστηκαν τόσο εύκολα από τα παραμύθια σου, πες τους να σε πληρώνουν πενήντα ευρώ την ώρα αντί για το ανάποδο.”
Κάτι καμένο μύρισε, πήγα να βγάλω από την πρίζα τα τοστάκια αλλά είχε κολλήσει. Προσπάθησα να μην το δείξω και πανικοβληθεί αλλά αυτός συνέχισε αμέριμνος:
“Οι περισσότεροι πλανήτες έκαναν μερικά εκατομμύρια χρόνια να σταθεροποιήσουν τις τροχιές τους, έχεις καιρό να βελτιωθείς. Για να μην μπλέξει η κόρη σου με αγόρια από νωρίς, άσε την να δανείζεται τα δικά σου ρούχα. Αν πεις βρώμικο ανέκδοτο, φρόντισε να κοτσάρεις αμέσως την πιο λυπητερή σου και πιο αληθινή σου ιστορία. Κάτι που έχεις μετανιώσει πικρά. Δεν ξέρω αν είναι ασέβεια η κατάθλιψη όταν είσαι σε ξένη χώρα αλλά αν έχω ποτέ εξωσωματική εμπειρία σίγουρα το πρώτο πράγμα που θα κάνω θα είναι να ξύσω την πλάτη μου.”
Πλέον έβγαιναν καπνοί από την τοστιέρα, κατάφερα να βγάλω την πρίζα, χτύπησα πέφτοντας αγκαλιά μαζί της, κάηκα λίγο. Ο παππούς πέρα βρέχει αν και κάτι θα μύρισε γιατί είπε:
“Αν σου αρέσουν τα παιδικά γεύματα στα Goodys πρόσεχε να μην σε δει η μάνα του παιδιού όταν το παίρνεις. Θερμίδες μετά τις εννιά το βράδυ δεν πιάνουν. Απλά ενημέρωσέ τες πρώτα και τις θερμίδες να το ξέρουν γιατί αλλιώς θα γίνεις εκατό κιλά.”
Τώρα δεν ήταν καπνοί αλλά φλόγες που έβγαιναν από την τοστιέρα που κρατούσα, έτρεξα στο μπαλκόνι και την πέταξα κάτω. Γύρισα στον παππού σαν να μην έτρεχε τίποτα. Αυτός συνέχισε στο ίδιο ύφος χαλαρά:
“Γιατρούς μην εμπιστεύεσαι, δεν έχουν ενσυναίσθηση. Αν είχαν θα φορούσαν κι αυτοί αραχνούφαντες ποδιές με τον κώλο έξω. Μην σκέφτεσαι πόσο βρώμικο είναι το σπίτι σου γιατί θα εξαντληθείς πριν το καθαρίσεις. Και μάθε μόλις φτάνεις κάπου, ποιος είναι ο τρελός του χωριού. Μην είσαι εσύ.”
Καθώς έριχνε την τελευταία και βαρυσήμαντη συμβουλή είδα ότι εκεί που έριξα την τοστιέρα είχαν πάρει φωτιά τα χόρτα. Έτρεξα κάτω, έβγαλα το μπουφάν μου και χτυπούσα με πάθος ότι έβρισκα μέχρι να σβήσουν, βρήκα την τοστιέρα που ακόμα έκαιγε, την κοπάνησα κι αυτήν, διαλύθηκε τελείως, την σήκωσα να την κρύψω κάπου πριν έρθει η Πυροσβεστική, μπαίνοντας στο σπίτι μαυρισμένος παντού, λιωμένα τα παπούτσια μου, κρατώντας ένα μπουφάν για πέταμα από το οποίο έβγαινε η κάπνα της διαλυμένης τοστιέρας είχα κρύψει εκεί.
Με κοιτάει ο παππούς σα να μην τρέχει τίποτα:
“Καλώς τον εγγονό; Ψήλωσες βρε; Καιρό έχω να σε δω! Τι θα φάμε;”
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης , μεγαλύτερος εν ζωή ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας και στοχαστής, έχει έξι παππούδες, οπότε δεν τίθεται θέμα αποκάλυψης προσωπικών δεδομένων τους. Είναι όλοι κάπως έτσι. Και να μην είναι, έτσι θα τους θυμούνται όλοι μετά από τόσα ψέμματα που έχει γράψει για δαύτους. Σε περίπτωση που θέλετε να διαβάσετε κι άλλα κείμενά του, εδώ κάπως μαντρωμένα όσα έχουν το όνομά του.