To τσάι ήταν με κονιάκ. Κυρίως κονιάκ δηλαδή με δικαιολογία τσάι. Κάπου κοντά ήταν σχολείο, ακούγονταν παιδιά να παίζουν. Πολλές σημαίες είχε η γειτονιά και πινακίδες “προσέχουμε τους γείτονες” σα να είναι ανεπίσημα διορισμένοι σεκιουριτάδες ο ένας του άλλου και ήθελαν να το ξέρουμε κι εμείς. Αυτός κάθε μέρα κοιτούσε που ήταν στον χάρτη. Αυτοί κοιτούσαν τους χάρτες στους τοίχους, πλαστικοποιημένα χαρτιά ή ανακριβείς αναπαραστάσεις. Σα να είναι δωμάτιο μανιακού δολοφόνου με αποκόμματα εφημερίδας και πινεζες που δείχνουν που έγιναν οι φόνοι. Όλοι γουστάρουν εγκλήματα στις μέρες μας, την Λάθος Απόφαση, την Μοιραία Τεμπελιά, τον Πόθο και το Ξύλο του υπόκοσμου. Είναι το ανήθικο δίπλα στον ηρωισμό, η Δικαιοσύνη αδιάφορη και εκδικητική ταυτόχρονα. Ηδονοβλεψίες στον καθρέφτη θέλουμε να ξέρουμε, έχουμε ανάγκη να μάθουμε αλλά να μην το ζήσουμε οι ίδιοι. Χαζεύουμε σειρές στην τηλεόραση, διαβάζουμε μυθιστορήματα σα να είναι εμβολιασμένα και ασφαλή έτσι τα απεχθή που μας διασκεδάζουν.
“Να βάλω μέλι;”
-Σε τι;
Γέλασε. “Στο τσάι βρε!” Το έβαλε στα χείλη να το δοκιμάσει. Δεν χρειαζόταν μέλι, ποτέ δεν έβαζε μέλι, δεν ήταν άρρωστος να πίνει τσάι με κονιάκ και μέλι.
-Βάλε.
Δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Ήταν δουλειά του να σκοτώνει αλλά τρόμαζε με την μανία του κόσμου. Θέλουν εγκλήματα και τα ξορκίζουν με επιστημονικές λεπτομέρειες και ψυχολογικά προφίλ. Πτώματα στο πορτ μπαγκάζ και βιολιά με ένταση σε ηλεκτρικές καρέκλες. Κι όταν βαρεθήκαμε τα αυτοκυνηγητά, ερωτικούς χορούς μπροστά στα παράθυρα λίγο πριν πεθάνει η καλλίγραμμη, όταν έπεσε η τηλεθέαση εκεί, μπήκαμε ένα κλικ πιο μέσα. Αρχίσαν τα “βασισμένα σε αληθινή ιστορία”, έτσι για να τσούζει καλύτερα. Να νιώθεις ότι είναι δίπλα σου, “ήταν τόσο καλός γείτονας” λέει πάντα κάποιος αλλά στο επόμενο πλάνο βλέπεις πετσοκομμένο το πτώμα σε σακουλάκια στην κατάψυξη. Η κοπέλα κλειδωμένη στο υπόγειο, το παιδάκι που κακοποιούν αλλά μόνο εσύ βλέπεις τα σημάδια, “το’ξερα ότι το έκανε εκείνος” λέμε σαν τον ντετέκτιβ που έχει ένστικτο και πάντα δίκιο.
Αλλά δεν είμαστε εκεί. Στον καναπέ είμαστε. Μετάγγιση DNA δε γίνεται. Πήγαμε για μια δόση πόνου και φύγαμε μπερδεμένοι. Από τον κόσμο που γεμίσαμε με Κακό, ντύσαμε με ηθοποιούς β’ διαλογής ή παλιούς σταρ που δεν αντέχουν πια να κάνουν ταινίες. Και το πιστέψαμε στο τέλος.
Όλα αυτά τα σκέφτηκε σε μισό δευτερόλεπτο. Μέχρι που έσκυψε στο ποτήρι του να βάλει το μέλι, κοίταξε τα χέρια του και είπε:
“Είσαι πολύ νέος. Αυτά τα χέρια είναι σχεδόν παρθένα. Με γάντια κυκλοφορείς;”
-Αλήθεια; Ναι, γάντια. Πολλές φορές…
Άφησε μετέωρη την πρόταση μήπως και το ξεχάσει. Μήπως δε καλοσκεφτεί τι σόι επάγγελμα απαιτεί γάντια για να μην αφήνεις δαχτυλικά αποτυπώματα. Για καλή του τύχη το κονιάκ την είχε ήδη πιάσει.
“Η μουσική της γενιάς μου ήταν τόσο καλύτερη από της δικιάς σου! Κι ο καιρός εδώ που τα λέμε. Και ο λαός ήταν ενωμένος.”
-Σιγά, το ‘40 μεγάλωσες; Της το είπε γελώντας αλλά αυτή δεν έδωσε σημασία.
“Όταν ήμουν εγώ παιδί τα ζώα το θεωρούσαν τιμή τους να τα τρώμε ή να τα κάνουμε παλτά. Η μάνα μου φορούσε γούνα και όλοι την θαύμαζαν. Ήρθε η γενιά σου και μας γέμισε τύψεις. Μας χαλάσατε και τον καιρό.”
-Σε λίγο θα μου πεις ότι πριν τον Αδάμ και την Εύα, ο Θεός είχε ένα αγαπημένο λυκόσκυλο που το έλεγαν Μαξ και περνούσαν όλοι χάρμα πετώντας ένα ξύλο που το έφερνε πάντα στα πόδια τους.
“Δεν ξέρω για Θεούς και σκύλους. Ξέρω ότι γράφαμε γράμματα ο ένας στον άλλον και διαβάζαμε βιβλία. Οι ηλικιωμένοι ήταν σοφοί και σε όλα τα θέματα συμφωνούσαμε. Μόνος ένας διαφωνούσε αλλά τον συμπαθούσαμε κι εκείνον, ήταν πάντα ίδιος στις διαφωνίες του. Και δεν έκανε ζέστη τον Νοέμβριο ούτε χιόνιζε τον Ιούνη.”
-Στο ποδόσφαιρο δεν υπήρχαν λαδώματα. Ο αθλητισμός ήταν πεντακάθαρος…ναι, έχω ακούσει για την εποχή σου. Οι πτεροδάκτυλοι ήταν όλοι φιλικοί και οι τυρανόσαυροι βοηθούσαν στο όργωμα.
Αφού δεν έβγαζε νόημα, σκέφτηκε τουλάχιστον να το διασκεδάσει. Αυτή δεν επηρεαζόταν, σόλαρε. Πήρε σοβαρό ύφος θεατρικό.
“Ξέρεις στην εποχή μου όταν έπαιρνες αντιβίωση τελείωνε η αρρώστια. Έγιναν όλες οι μεγάλες εφευρέσεις. Έζησαν οι μόνοι σημαντικοί μουσικοί. Δεν είχαμε φαινόμενο θερμοκηπίου, ούτε θερμοκήπια γιατί τρώγαμα τα λαχανικά μόνο αν ήταν εποχής.”
Σταμάτησε να μιλάει και άρχισε να χορεύει μόνη της. Χωρίς να το σκεφτεί κι αυτός σηκώθηκε με τον ίδιο ρυθμό, ένας χορός προφανώς παλιός θα ήταν στο μυαλό της γιατί ακόμα μόνο τα παιδιά από το σχολείο δίπλα και τα αυτοκίνητα από τον δρόμο ακούγονταν. Την έκανε δυο στροφές παιχνιδιάρικα και την έριξε δραματικά πίσω:
-Ναι, ναι ξέρω. Από τον καιρό που ο καιρός ήταν σωστός.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι διάσημος ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας βραβευμένος πολλές φορές για τις περιγραφές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Ο σύλλογος πληρωμένων δολοφόνων αντίθετα όμως, ποτέ δεν έχει αναγνωρίσει το έργο του.