(Διαβάζεται ανεξάρτητα αλλά είναι το 2ο κεφάλαιο – εδώ το 1ο)
Τετάρτη χαράματα σε εκείνη την μεσαίου μεγέθους επαρχιακή πόλη που λέγαμε. Θα σκάει ο τζίτζικας σε λίγο αλλά τίποτα δεν έχει γίνει ακόμα.
Γιατί Τετάρτες παίζει η ομάδα. Και σήμερα στα προημιτελικά. Και τι μας νοιάζει που μια ερασιτεχνική ομάδα χάντμπολ είναι στα προημιτελικά; Στις περισσότερες πόλεις δεν μας νοιάζει. Εδώ όμως όλοι ζούνε για αυτό. Η πόλη δεν είναι κοντά σε αεροδρόμιο ή βουνό ή διάσημη λίμνη ή τίποτα απολύτως διάσημο ή γνωστό. Ούτε στον χάρτη δεν θα την βρεις εύκολα γιατί πέφτει ανάμεσα σε άλλες γραμμές, σα να κουτσούλησε περαστικό πουλί ή να λερώθηκε από φαγητό. Για τους κατοίκους είναι γνωστή για το χάντμπολ και αυτό τους φτάνει. Όλοι ξυπνάνε νωρίς εδώ. Οι μικρές πόλεις αν δεν αρχίσουν νωρίς δεν θα προλάβουν να είναι λίγο πιο μπροστά από τις πιο μεγάλες πόλεις, είναι θέμα κομπλεξισμού. Ξυπνάνε σα ζόμπι, φτιασιδώνονται πιο πολύ ώρα από ότι έχει σημασία τέτοια ώρα που δεν σε βλέπει κανείς, μπαίνουν στα αμάξια τους, περνάνε από την καφετέρια ή το περίπτερο και ζητάνε ότι ουσία θα τους κάνει λιγότερο ζόμπι, κάτι που να τελειώνει σε -ίνη, καφεϊνη, θεοβρωμίνη, νικοτίνη, με ένα φραπέ, κρουασάν σοκολάτα ή τσιγάρο ξαναμπαίνουν στο αμάξι και ελπίζουν να πέτυχαν την δοσολογία του ναρκωτικού επιλογής τους ώστε να επιβιώσουν στην Υπηρεσία τους μέχρι το πρώτο διάλειμμα. Η πόλη μπορεί να είναι βαρετή αλλά είναι προβλέψιμη και με προβλέψιμα πτωτική πορεία. Αν το δεις από ψηλά φαίνεται, καθώς οι πιο φτωχοί, στις άκρες της πόλης, φεύγουν ή πεθαίνουν ή αυτοκτονούν ή μπαίνουν φυλακή και το δάσος καταβροχθίζει τα χαμόσπιτά τους αργά ή γρήγορα.
Άλλοι ήδη δουλεύουν σε διπλανές πόλεις. Νιώθουν λίγο προδότες αλλά τουλάχιστον έχουν να φάνε έτσι. Βολεύουν τους καφέδες, τα κρουασάν και τα τσιγάρα τους στο αμάξι, ανεβάζουν την ένταση στο air condition μέχρι να παγώσει ο εγκέφαλός τους, βρίζουν μηχανικά με αφορμή τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο που έχουν στη διαπασών γιατί με τόσο κρύο δεν μπορείς να ακούσεις ούτε να σκεφτείς νέες βρισιές, ούτε να αποδεχτείς ότι κάνει τόση ζέστη στον κάμπο τόσο νωρίς το πρωί. Εξάλλου δεν καταλαβαίνεις καν γιατί οδηγάς προς το δικαστήριο της άλλης πόλης. Εσύ μουσικός ήθελες να γίνεις. Χαϊδεύεις τα πλήκτρα πριν σηκωθείς καν από το κρεβάτι, αν μπορούσες θα κοιμόσουν πάνω στο πιάνο. Ο πατέρας σου ο παπάς έλεγε να μην εμπιστεύεσαι όσους δεν έχουν πάθος για κάτι στη ζωή τους και αγαπούσε μια μάνα που αγαπούσε μια πόλη που αγαπούσε το χάντμπολ. Παρτούζα κατάσταση που ούτε τρεις ψυχοθεραπευτές και λίγο LSD κάθε τόσο δεν μπορούσε να ξεμπλέξει. Έψαχνες μια μελωδία. Μια απλή μελωδία αλλά έξυπνη, να υπονοεί πολλά όπως εσύ που λες μια κουβέντα ενώ ξέρεις χίλιες. Ανάμεσα στις αφίσες μουσικών στον τοίχο και αποκόμματα από συναυλίες που δεν ήξεραν καν οι γονείς σου ότι πήγες γιατί έλεγες ότι ήταν επαγγελματικά ραντεβού. Κάθε συναυλία και διαφορετική γκόμενα αλλά το πιάνο πρώτος και μοναδικός έρωτας γιατί χάρη σε αυτό δεν έχεις τρελαθεί. Εσύ αγαπούσες τη μουσική κι η μάνα σου προπονούσε την ψυχή της πόλης σου.
Καθώς βγαίνει από το όριο της πόλης το αμάξι με τον καφέ, το κρουασάν, το τσιγάρο, το air condition και τις ειδήσεις στη διαπασών, περνάει μια πινακίδα που γράφει “αθλητές 1985” γιατί με τον καιρό έπεσε το “πρωτ” στην αρχή. Έγινε έκτακτο δημοτικό συμβούλιο βέβαια να την επισκευάσουν τότε αλλά για κακή τους τύχη είχαν ήδη γίνει Καλλικρατικοί Δήμοι και δεν είχαν δικαιοδοσία πλέον σε εκείνο το σημείο. Με τον καιρό έπεσε και το σήμα της ομάδας που ήταν μεταλλική προσθήκη και έσβησε και η φωτογραφία ενός παίχτη. Οπότε δεν φαινόταν καν πια ότι είχε σχέση με το χάντμπολ, δεν τους πείραζε έτσι, δεν τους έθιγε την ομάδα και τα περασμένα μεγαλεία. Ήταν θεία δίκη ή κάποιο διεστραμμένο παιχνίδι της μοίρας. Αλλά το γήπεδο υπήρχε ακόμα, μια ασυνήθιστη αθλητική εγκατάσταση φτιαγμένη από ανθρώπους που πέντε μέρες την εβδομάδα εργάζονται χωρίς να ξέρουν γιατί και το Σαββατοκύριακο έφτιαξαν αυτό το πράγμα για να πειστούν ότι έχει νόημα η ζωή τους. Για να έχουν κάτι να συζητήσουν στο πρώτο διάλειμμα στην Υπηρεσία όταν ξεμένουν από νικοτίνη, καφεΐνη και θεοβρωμίνη.
Κάθε φιλοξενούμενη ομάδα όταν έρχεται πρώτη φορά δεν ξέρει πως να αντιδράσει. Απέξω μοιάζει σαν αγροτική αποθήκη ή στριπτιζάδικο. Από μέσα είναι κανονικό γήπεδο χάντμπολ. Κάθε προδιαγραφή μοιάζει σα να μην έχει τηρηθεί αλλά αν βγάλεις μέτρο διαψεύδεσαι. Τα παιδιά από άλλες πόλεις είναι μαθημένα σε κλειστά γυμναστήρια που τα έχουν και για μπάσκετ, βόλεϊ, ενόργανη γυμναστική κάποιες ώρες της ημέρας. Εδώ είναι αποκλειστικά και μόνο, θριαμβευτικά και απόλυτα, μόνο για χάντμπολ.
Εκτός από πιάνο βέβαια έπαιζε χάντμπολ. Όλοι παίζουν χάντμπολ, δε γίνεται αλλιώς. Δεν παίζουν απλά, πρέπει να δώσουν όλο τους το είναι τα παιδιά γιατί οι ενήλικες ζούνε μέσα από αυτά την κάθε φάση, συγκρίνουν με τον εαυτό τους στο ίδιο γήπεδο, σε παρόμοια φάση, στην ίδια ηλικία, είναι μορφή αθανασίας αυτή. Εναποθέτουμε όλες μας τις ελπίδες στα νέα παιδιά, στην φετινή ομάδα, στο επόμενο πρωτάθλημα γιατί μόνο τα παιδιά δεν θυμούνται πόσο καλύτερα ήταν παλιότερα τα πράγματα. Το δώρο της λήθης. Μπορούνε όλοι μαζί να λένε ψέματα στους εαυτούς τους “για τα παιδιά”, “να μην απογοητευτούν” και “δεν είναι σωστό να αποκλείουμε την πιθανότητα σε επόμενη χρονιά να θριαμβεύσουμε κάπως.” Είναι και πολιτικό το θέμα, εδώ μαθαίνουν τα παιδιά ότι όλη η χώρα είναι εναντίον μας, οι διπλανές πόλεις μας ζηλεύουν και να βάλουμε κάτω το κεφάλι να τους σκίσουμε την επόμενη φορά αφού χάσαμε πάλι σήμερα από τα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα. Μέχρι να φανεί ότι αποκλείεται να γίνει φέτος όλοι ζούνε σαν υποψήφιοι πρωταθλητές, μια μορφή ετήσιας αμνησίας που την τρέφει η τοπική εφημερίδα πάντα με αφιέρωμα στο “μοναδικό γκολ” ή “το νέο φρέσκο ταλέντο” της ομάδας.
Αν πέσει μια πόλη στο δάσος και δεν την ακούσει κανείς, μήπως δεν υπήρξε ποτέ;
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης ίσως ξέρει χάντμπολ και πιάνο. Τόσο καλά που τα περιγράφει δεν κάνει διαφορά και να μην τα ξέρει.