Από τη μέρα εκείνη άρχισα να παρατηρώ με μεγάλη προσοχή τον εαυτό μου και αυτή την εκπληκτική στειρότητα των αισθημάτων μου όπως παρακολουθεί ο ασθενής την ασθένειά του. Λίγο καιρό αργότερα, καθώς βάδιζα στην κηδεία ενός φίλου πίσω από το φέρετρο, έσκυψα και αφουγκράστηκα μέσα μου, προσπαθώντας να διαπιστώσω αν σαλεύει κάποιο συναίσθημα, αν αισθάνομαι κάποιο πένθος για την απώλεια του ανθρώπου αυτού, που είχε συντροφέψει τη ζωή μου από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Όμως τίποτα. Ένιωσα σαν να ήμουν ένα κρυστάλλινο βάζο, που επιτρέπει στο μάτι να βλέπει τα πράγματα μέσα από αυτό, όμως το ίδιο είναι ολότελα άδειο. Και όσο κι αν πάσχισα τότε ή και σε ορισμένες παρόμοιες περιστάσεις αργότερα να αισθανθώ κάτι, όσο κι αν προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου με όπλο την κοινή λογική ότι θα έπρεπε να αφήνει έστω κάποια χαραμάδα στα αισθήματα, δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση.
Άνθρωποι με εγκατέλειπαν, γυναίκες πήγαιναν κι έρχονταν, δεν ένιωθα τίποτα περισσότερο από κάποιον που κάθεται στην πολυθρόνα του και κοιτάζει τη βροχή στα τζάμια, ανάμεσα σε μένα και τα πράγματα γύρω μου υπήρχε ένας γυάλινος τοίχος, που δεν έβρισκα τη δύναμη να σπάσω με τη θέλησή μου.
Μολονότι όμως όλα αυτά τα αισθανόμουν ολοκάθαρα, δε μου προκαλούσαν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία, αφού, όπως έχω ήδη αναφέρει, με άφηναν αδιάφορο ακόμη και πράγματα τα οποία αφορούσαν εμένα τον ίδιο. Ήταν τέτοια η απουσία αισθημάτων μέσα μου, ώστε ήμουν ανίκανος ακόμη και να πονέσω, να υποφέρω. Μου αρκούσε να γίνεται το ψυχικό μου αυτό ελάττωμα τόσο λίγο αντιληπτό από τους τρίτους, όσο και η ανικανότητα ενός άντρα, που φανερώνεται ως γνωστόν μόνο εκείνη την τελείως προσωπική στιγμή, και είχα αναπτύξει για τις κοινωνικές μου συναναστροφές μια ιδιαίτερη τεχνική, που βασιζόταν στην επίδειξη ενός τεχνητού όσο και υπερβολικού πάθους, σε εκδηλώσεις απορίας, θαυμασμού ή συγκίνησης εκ μέρους μου* μια τεχνική που μου επέτρεπε να κρατώ κρυφό το πόσο αμέτοχος και αποξηραμένος αισθανόμουν μέσα μου. Εξωτερικά εξακολουθούσα να ζω την αβίαστη και ξέγνοιαστη ζωή μου, χωρίς να αλλάζω ούτε κατά το ελάχιστο την κατεύθυνσή της. Εβδομάδες, μήνες διάβαιναν σαν φευγαλέοι ίσκιοι, γίνονταν χρόνια, απρόσωπα και σκοτεινά. Κάποιο πρωί είδα στον καθρέφτη μια γκρίζα τρίχα στον κρόταφό μου και τότε ένιωσα ότι η νιότη μου είχε αρχίσει σιγά σιγά να σβήνει, όμως αυτό που οι άλλοι ονόμαζαν νιότη, για μένα είχε περάσει από καιρό. Έτσι, ο αποχωρισμός δε μου κόστισε ιδιαίτερα, αφού και τα ίδια τα νιάτα μου δεν τα είχα αγαπήσει αρκετά. Ακόμη και προς εμένα τον •ίδιο τα αισθήματά μου έμεναν πεισματικά κλειδωμένα.
Φανταστική νύχτα – Stefan Zweig