Τα γιορτινά φλασμπάκ έχουν γίνει πιο κατεστημένο από τον κουραμπιέ και το μελομακάρονο για μένα τα τελευταία χρόνια.
Σαν να θέλω να αιχμαλωτίσω τις καλύτερες στιγμές που έχουν περάσει πια στο σκληρό, ώστε να κάνω ένα άμεσο restore στη ζωή των δικών μου παιδιών, να έχουν κάτι να θυμούνται στα Χριστούγεννα που θα τους έρθουν.
Όταν ήμουν πιτσιρίκι με θυμάμαι να πηγαίνω στις μύτες των ποδιών μου να τσεκάρω αν έχουν πέσει πουθενά σε καμιά γωνιά, δώρα για μένα. Με προβλημάτιζε ο τρόπος που τρύπωνε ο Άγιος Βασίλης στο σπίτι, καθώς τζάκι απέκτησα στο δεύτερο πατρικό της μνήμης μου, όταν πια ήξερα ότι ο Άγιος Βασίλης δεν υπήρχε. Παρόλα αυτά, η μάνα με είχε πείσει ότι βρίσκει τον τρόπο αυτός ο ζουμπουρλούλης να τρυπώνει από παντού.
Για κάμποσα χρόνια ήμουν σίγουρη ότι έσκαγε μύτη από το φωταγωγό και έκρυβα καραμέλες πίσω από τη λεκάνη για να τον καλοπιάσω όταν θα έμπαινε να αφήσει τα δώρα. Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι πήγαινα προς την τουαλέτα, από εκεί στο σαλόνι, να δω αν υπάρχει κάτι κάτω από το δέντρο, μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος κάπου στη διαδρομή, σπανίως στο κρεβάτι μου και φυσικά αυτός έβρισκε την ευκαιρία να μπει να μου αφήσει το κάτι τις.
Αυτό που δεν θυμάμαι ακριβώς είναι πότε σταμάτησα να πιστεύω στον Άγιο Βασίλη, αν και νομίζω πως πάντα είχα μια μικρή υποψία ότι οι γονείς καθάριζαν για πάρτι μου. Άλλωστε τις αμερικανιές με τα γράμματα και τις λίστες, εμείς δεν τις κάναμε ποτέ.
Αντίθετα, έβρισκα σακούλες με πλαστικά κουζινικά σε ντουζίνες, βραχιόλια και κούκλες μπουκλωτές με βλεφαρίδα, λες και είχες περάσει με το κιλό τη μάσκαρα, ακόμα κι αν έκραζαν «μαμά, μαμά».
Με λίγα λόγια, δεν θυμάμαι αν έδινα παραγγελία δώρων, αλλά και να έδινα, ο δικός μου Άγιος Βασίλης είχε συγκεκριμένες επιλογές για την αφεντιά μου.
Με θυμάμαι να περνάω τις γιορτές με τα ξαδέρφια μου, να παίζουμε με τα καινούργια μας παιχνίδια και να γλείφουμε το μέλι από τα μελομακάρονα ή την άχνη από τους κουραμπιέδες.
Τα Χριστούγεννα ήταν μόνο η πρόγευση από την πραγματική γιορτή που περιμέναμε. Η παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν το highlight για εμάς.
Καθώς γιόρταζε πάντα η μάνα μου, μαζευόταν όλη η οικογένεια, αδέρφια, ξαδέρφια και θείοι και τρώγαμε χοιρινό με σέλινο σε τραπέζια με κοφτά τραπεζομάντιλα και ασημένια κηροπήγια. Το σέλινο το μισούσα. Ακόμα μου προκαλεί αηδία.
Στις δώδεκα ακριβώς αναβοσβήναμε τα φώτα και ο πατέρας προσπαθούσε πάντα να ανοίξει σαμπάνια με εντυπωσιακό τρόπο. Κάποιες φορές τα κατάφερνε, κάποιες όχι, αλλά όλοι φιλιόμασταν και ήμασταν ευτυχισμένοι.
Μερικά χρόνια αργότερα, όλα αυτά που ήθελα ήταν έξω από το γιορτινό οικογενειακό τραπέζι.
Ήθελα να κάνω ρεβεγιόν εκτός σπιτιού και ονειρευόμουν τη στιγμή που θα ξεπόρτιζα όπως οι μεγαλύτερες ξαδέρφες μου. Το έζησα κι αυτό. Δυο τρεις μπουκιές, δυο τρία φιλιά σε συγγενείς, ανταλλαγή δώρων και ραντεβού σε κλαμπ για χορό μέχρι το πρωί.
Κάποιες άλλες φορές, ρεβεγιόν σε φιλικά σπίτια με πολύ ποτό, χαρτί, αγκαλιές, στρίμωγμα σε δωμάτια, αυτοκίνητα, όπου λάχει σε αγγίζει ο έρωτας ο Χριστουγεννιάτικος εκεί στο μεταίχμιο μεταξύ μεγαλωμένου εφήβου και άγουρου ενήλικα.
Τα Χριστούγεννα από τα 22 μου και έπειτα, με βρήκαν μέχρι τα μπούνια ερωτευμένη να γνωρίζω τον κόσμο και να περνάω ρεβεγιόν σε φάση ταξιδιάρικη, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ή του εξωτερικού, αρκεί μόνο να είχε χιόνι, κρύο, θερμοκρασίες υπό το μηδέν, εκτός ξενοδοχείου και καύσωνα εντός δωματίου, λόγω ζάλης, θολούρας και ασυγκράτητης καψούρας.
Τότε, εκτός από χαρτιά, μπήκαν στο παιχνίδι και τα επιτραπέζια. Όπου τζάκι και επιτραπέζιο, ήταν η όλη φάση μέχρι το ξημέρωμα.
Περνάνε τα χρόνια, περνάνε Χριστούγεννα μέσα από τις ζωές μας, με ένα κλικ.
Όσο κρατάει να ανοιγοκλείσεις τα μάτια και να θυμηθείς ό,τι έχεις ζήσει σαν μια νοσταλγική ταινία.
Οι φετινές Χριστουγεννιάτικες ημέρες μου ήταν μέχρι στιγμής ζεστές, γεμάτες και αληθινές.
Κάπως αισθανόμουν ότι πέρασα από λογής – λογής διαφορετικά μαγαζιά, διάλεξα τις εμπειρίες και τις επιλογές που έκανα για χρόνια στη ζωή μου, για να καταλήξω σε αυτή την πρώτη αρχή που διάλεξαν για μένα οι γονείς μου.
Χοιρινό με σέλινο δεν μαγείρεψα ποτέ, το σιχαίνομαι το σέλινο, τα είπαμε αυτά.
Κάνω θεσπέσια γαλοπούλα γεμιστή για τα γιορτινά μου τραπέζια.
Κοφτά τραπεζομάντιλα δεν έχω, διαλέγω κάτι πιο απλό πάντα, αλλά με ανυπομονησία περιμένω την ώρα που το οικογενειακό ή φιλικό (κάποιοι φίλοι έχουν γίνει πλέον οικογένεια) τραπέζι θα γεμίσει με ηρεμία και ασφάλεια την ατμόσφαιρα.
Προσπαθώ με αγωνία να δημιουργήσω την αρχή για τις κόρες μου.
Αυτό το σταθερό σημείο όπου θα επιστρέψουν με μαθηματική ακρίβεια και οι ίδιες όταν θα έχουν ζήσει τις δικές τους ανησυχίες και θα ψάχνουν να βρουν μια βάση και μια σιγουριά ότι έχουν περάσει από τα χρόνια κουβαλώντας πολύ αγάπη μέσα τους, επειδή και οι ίδιες έχουν πολύ αγαπήσει.
Οι γιορτές με όση μελαγχολία ή αντίθετα χαζή ονειροπόληση και αν συνοδεύονται, είναι πάντα σταθμοί στη μνήμη.
Σταθμοί που μπορείς ανά πάσα στιγμή να τσεκάρεις πόσες αλλαγές φέρνει ο χρόνος στην καθημερινότητά σου, από πόσα περάσματα, στροφές και ίσιες ατελείωτες εθνικές οδούς σε ταξιδεύουν, για να σε γυρίσουν στη βάση σου, στο λιμάνι σου, στην θαλπωρή σου.
Τους πιο δικούς σου ανθρώπους.
Αυτούς που θέλεις πάντα με ένα μαγικό τρόπο να έχεις στην αγκαλιά σου… να ροκάρετε παρέα!
Καλή Χρονιά… σε όποιο σταθμό ζωής κι αν βρίσκεστε.
Φωτογραφίες: Nicole Benitez
Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr