Στο μικρό τραπέζι της κουζίνας σου,
οι δανεικές καρέκλες,
ένα κρυστάλλινο ποτήρι πεισματάρικο
έξω έξω το έβαζες πάντα στο ντουλάπι και όμως δεν έπεσε ποτέ,
δύο ποτήρια δώρο απ΄ την ΒP
και άλλα σεμνά και απαρατήρητα
«Εμένα μ΄ αρέσουν και να μου φέρετε άλλα, αυτά θα βγάζω.»
το ανθοδοχείο που απομακρύναμε
όπως όπως, για να χωρέσουν τα πιάτα
έβρισκε ο καθένας τη θέση του
φίλος ή ξένος
καλεσμένος ή έκτακτος
θαμώνας ή επισκέπτης,
παιδί ή γέροντας,
ευγνώμων ή επιλήσμων
ορατός ή αόρατος
τα παιδιά σου ή τα παιδιά τους
«Δεν το πέτυχα αυτή τη φορά, δεν ξέρω, φάτε και θα μου πείτε»
Μοιραία το καταλάβαμε
«Εσύ πότε θα καθήσεις, επιτέλους, ρε μάνα;»
απ΄ την καρδιά σου μας φίλευες.
Όσο κι αν προσπαθώ
«Μόνο αλάτι και πιπεράκι, α! και λίγη ρίγανη στο τέλος. Τα πολλά μπαχαρικά κρύβουν τα λάθη. Κοίτα, όσο μπορείς, να μην κάνεις λάθη»
τη σάλτσα του ψητού δεν την πετυχαίνω
είναι πολύ το κονιάκ;
είναι λίγο;
μήπως δεν είμαι πάνω απ΄ το φαγητό, όσο πρέπει;
μήπως δεν είμαι κάτω απ΄ την αγάπη, όσο χρειάζεται;
Μήπως κοιτάω πολύ να μην κάνω λάθη;
Ξέρεις, ανήμερα της γιορτής μου, τρώω πάντα έξω.
Βρίσκω μια δικαιολογία που δεν χορταίνω.