Γεννήθηκα στις αρχές τις δεκαετίας του ογδόντα από δυο γονείς, που από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου άκουγαν πολλή μουσική. Αυτό, συνεπώς και ευτυχώς, με έκανε μουσικά ανοιχτόμυαλο. Κάπου εκεί στα εφτά μου άκουσα για πρώτη φορά στο ράδιο ένα τραγούδι από μια πολύ γνώριμη φωνή και μου κόλλησε. Ο τίτλος του και το περιεχόμενο του όμως ήταν τέτοιο που αν το σιγοτραγουδούσα ή επαναλάμβανα στίχους του φωναχτά, θα έπρεπε να με επιπλήξουν ή να με αγριοκοιτάξουν γονείς, δάσκαλοι και συμμαθητές.
Δεν ήταν τόσο η μορφολογία της λέξης (σύνθετη, αποτελούμενη από ένα σημείο του ανθρωπίνου σώματος και μια εθνικότητα) όσο η πραγματολογική του επέκταση που έκανε αυτό το τραγούδι ακατάλληλο (ή όπως θα λέγαμε σήμερα politically incorrect) όχι μόνο για ανηλίκους, αλλά για ακροατές κάθε ηλικίας.
Ήταν ένα τραγούδι που τολμούσε κι αποκαλούσε τους Έλληνες «μελαμψές φυλές κοντοπόδαρες», «θλιβερές πορδές» και «τσιφτετέλληνες».
Ήταν ένα τραγούδι που «είχε το θράσος» να χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως «Κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων».
Αυτουργός αυτού του μικρού μουσικού “εγκλήματος” ήταν ένας σύνθετης, στιχουργός κι ερμηνευτής, που ήταν ήδη εξαιρετικά πετυχημένος και γνωστός…
Ποιος άλλος από το Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος με αυτή του τη δημιουργία προκάλεσε τεραστία αμηχανία στο Ελληνικό κοινό.
Ο τίτλος του τραγουδιού αυτού (για όσους δεν έχουν ακόμα καταλάβει) ήταν ο ασύλληπτα τολμηρός έως βλάσφημος για τότε «Κωλοέλληνες».
Ο Έλληνας αμέσως θίχτηκε και χαρακτήρισε τον τραγουδοποιό από «σαχλαμάρα» έως «ανθέλληνα». Πολλοί έγιναν αντισαββοπουλικοί φτάνοντας στο σημείο ξαφνικά ν’ αμφισβητούν τη καλλιτεχνική του αξία, το δημιουργικό του ταλέντο και τη φωνή του και θα λέγαμε, ίσως, ότι έκτοτε η τεράστια απήχηση του δέχτηκε ένα μεγάλο πλήγμα.
Για του λόγου του αληθές ο δίσκος που περιείχε τους Κωλοέλληνες, («Το κούρεμα») κυκλοφόρησε αμέσως μετά την τεραστία εμπορική επιτυχία του «Τραπεζάκια έξω» με τεράστια τραγούδια και επιτυχίες όπως «το Τσάμικο» ή το «ας κρατήσουν οι χοροί». Το αιρετικό «κούρεμα» με προκλητικά τραγούδια όπως οι «Κωλοέλληνες», «ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι», «η αποτυχία της αριστεράς», «το Μητσοτάκ» και άλλα, πήγε «άπατο» τόσο εμπορικά όσο και σε airplay (τυχαίο; δε νομίζω).
Από κάποιους θεωρείται ότι ήταν το σημείο καμπή στη καριέρα του μεγάλου καλλιτέχνη, καθώς, έκτοτε, δεν έκανε τεράστια «σουξέ» όπως το «μη μιλάς άλλο για αγάπη», «ζεμπέκικο», «συννεφούλα» και «σαν το καραγκιόζη». Εγώ προσωπικά δεν το ξανάκουσα ποτέ στο ράδιο (παρ’ όλο που η μια φορά που το άκουσα είχε τη δύναμη να με στιγματίσει).
Ο λόγος; Μα φυσικά το γεγονός ότι έθιγε με τον πιο εύστοχο και ευθύ τρόπο τα κακώς κείμενα του Έλληνα. Βασικά ούτε έθιγε, απλά έκρουε το καμπανάκι του κινδύνου στον Έλληνα μπας και ξυπνήσει και ξεκολλήσει. Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει την ιστορία και το πολιτισμό αυτής της χώρας και το πόσο περήφανοι είμαστε για τους προγόνους μας. Το θέμα είναι αν οι πρόγονοι μας θα ήταν σήμερα υπερήφανοι για τους απογόνους τους, εμάς .
Το τραγούδι αυτό δεν έβριζε την μέση νοικοκυρά, τον μεροκαματιάρη, τον τίμιο και τον αξιοπρεπή. Ούτε γιουχάιζε μόνο τους πολιτικούς και τα λαμόγια. Έθιγε μαζί, όλους αυτούς που ψηφίσαν ή έβαλαν σε ψηλές θέσεις τα λαμόγια και τους ανάξιους. Το τραγούδι αυτό έθαβε τον Έλληνα που αρνείται να ξυπνήσει και να εξελιχθεί, που έφυγε απ το χωριό του με σκοπό να ανοίξει το μυαλό του, αλλά ουσιαστικά δεν έφυγε ποτέ από εκεί, τον Έλληνα που έμαθε να δείχνει με το δάχτυλο το διαφορετικό και να το αποδοκιμάζει, τον Έλληνα που έμαθε ν’ αντιμετωπίζει με χαιρεκακία τον πετυχημένο να ανταγωνίζεται βρώμικα τον διπλανό του, που με ευκολία έλεγε να «ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα». Τον ‘Ελληνα που έμαθε να πετάει στο δρόμο τα κατοικίδια του όταν μεγαλώνουν, επειδή τα βαρέθηκε. Τον Έλληνα που όνειρο ζωής είχε να βολευτεί αλλά και να βολέψει τους δικούς του αντί να παλέψει και να ονειρεύεται αξίες. Αυτό το τραγούδι έθαβε όλους αυτούς (εμάς) που ανεξαρτήτως κόμματος, φύλου, ηλικίας και καταγωγής λόγω της νοοτροπίας τους, θα έφερναν κάποτε τη χώρα στο χειρότερο σημείο της κατάπτωσης της, στην πρόσφατη ιστορία της, στο σήμερα.
Ποσό προφητικό και πόσο επίκαιρο; Πόσο μπροστά ήταν τελικά το τραγούδι αυτό; Ποσό δικαιώνει τον Καλλιτέχνη σήμερα; (το Κάπα κεφαλαίο δεν οφείλεται σε typo)
To παράδοξο (η μήπως όχι;) είναι, ότι πρόσφατα μετά από παρά πολλά χρονιά το ξανάκουσα αρκετές φορές στο ραδιόφωνο. Είδα τα views του sto YouTube και από εκεί που μέχρι πριν 2 χρονιά δεν ξεπερνούσαν τα χίλια, τώρα είναι δεκάδες χιλιάδες. Από εκεί που οπότε το ανέβαζα στο Facebook δεν είχα ούτε ένα like από κανέναν φίλο μου, τώρα δεν τους προλαβαίνω (κι ας μην το ακούνε, τους αρέσει φαίνεται ο τίτλος).
Παρόμοια τύχη είχαν κι άλλα κομμάτια πασίγνωστων τραγουδιστών για τους ιδίους λογούς όπως το «Να δεις τι σου ‘χω για μετά» απο Μαχαιρίτσα και Παπακωνσταντίνου (απ΄το εβδομήντα και μετά, μας έχουν πνίξει τα σκατά / ΕOK, Νου Δου /περικοπές, Κυπριακό και Σκόπια / Θεέ μου πως φτάσαμε ως εδώ, στα σύνορα του Εξαποδώ) ή το «Για ποια Ελλάδα ρε γαμώτο;» της Αφροδίτης Μάνου και πολλά άλλα.
Σαββοπουλικός γαρ, θα μου επιτρέψτε να κλείσω με την αγαπημένη μου στροφή από το στολίδι αυτό της ελληνικής δισκογραφίας, όχι για να προσβάλω ή να προκαλέσω, αλλά για τον ίδιο λόγο που το παρουσίασε στα αυτιά μας το 1989 «Ο Νιόνιος».
Για να ταρακουνηθούν αυτοί που επιμένουν να αποποιούνται των ευθυνών τους και αρνούνται να αλλάξουν.
Γι αυτούς, που ακόμα και τώρα το μονό πράγμα που σκέφτονται είναι… ο κώλος τους.
«Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα,
τη θάλασσα, την πόλη, το ιερό,
πλημμύρισε σκουλήκια η μητέρα
το ρόδο καταγής βγάζει καπνό.
Δεν υπάρχει ελπίς
στην Ελλάδα ζεις».