Διαβάστε τι έγραφε το βιβλίο φυσικής ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού (του 1969) για να φρίξετε!
Ποΰ ζη.Ό λυγξ ζη εις τά πυκνά δάση της κεντρικης καί βορείου Ευρώπης, εις τά οποία είναι δυνατον νά εύρίσκη άσφαλές καταφύγιον. Εις την πατρίδα μας συναντάται άκόμη εις μερικά όρη (Πάρνωνα, Όλυμπον), άλλά σιγά – σιγά έξαφανίζεται, διότι παντοΰ καταδιώκεται μέ έπιμονην άπο τον άνθρωπον, διά τάς μεγάλας καταστροφάς, τάς οποίας προκαλεί τόσον εις τά άγρια οσον καί εις τά ήμερα ζωα.
Κατασκευή τοΰ σώματος.Ό λυγξ ομοιάζει πάρα πολυ μέ μεγάλον άγριόγατον, ώς προς την κατασκευην τοΰ σώματος καί την όλην έμφάνισιν. Είναι όμως πολυ μεγαλύτερος. Το υψος του φθάνει τά 60 έκατοστά τοΰ μέτρου καί το μηκός του το εν μέτρον. Οί πόδες του έπίσης είναι υψηλότεροι καί ώπλισμένοι μέ γαμψους όνυχας.
Ό λυγξ διακρίνεται εύκολα άπο τον άγριόγατον, διότι ή ουρά του είναι πολυ μικροτέρα, τά δέ όρθια ωτά του φέρουν εκαστον εις το άκρον ενα θύσανον ορθίων τριχών. Όμοίως, εις τά πλάγια τοΰ προσώπου του προς τον λαιμον κρέμονται πυκναί τρίχες ώς γενειάς. Το χρώμά του είναι ξανθοκόκκινον, μέ σκοτεινάς κηλίδας καστανοΰ χρώματος.
Τί τρώγει.Ό λυγξ είναι άναμφιβόλως το πλέον αίμοβόρον άπο όλα τά άρπακτικά. Επιδέξιος εις το νά κρύπτεται μέ τέχνην, είναι ίκανος νά άναρριχάται εις τά δένδρα καί νά προξενη μεγάλας καταστροφάς εις τά ζωα όλων τών ειδών: κονίκλους, λαγούς, έλάφους, πτηνά.Όταν πιέζεται άπο την πείναν, έξέρχεται άπο το δάσος καί έπιπίτιτει εις τά ποίμνια τών προβάτων καί τών αιγών. Ενίοτε έπιτίθεται καί έναντίον άγελάδων.
Πλησιάζει σιγά-σιγά το θΰμά του, τελείως άθόρυβα, καί όταν εύρεθη εις την κατάλληλον άπόστασιν όρμ^ εις την ράχιν τοΰ ζφου καί τοΰ θραύει την σπονδυλικην στήλην η τοΰ σχίζει μέ τους οδόντας τάς άρτηρίας τοΰ λαιμοΰ. Όταν το ζφον πέση κατά γης, ο λύγξ πίνει μέ λαιμαργίαν άρκετον αίμα. Έπειτα σχίζει την κοιλίαν τοΰ ζφου καί τρώγει τά έντόσθιά του, τρώγει άκόμη ολίγον άπο την κεφαλήν, τον λαιμον καί τους ώμους καί το ύπόλοιπον το άφήνει διά τους λύκους καί τάς άλώπεκας. Ουδέποτε έπανέρχεται διά νά έπανεύρη τά λείψανα τοΰ θύματός του, ουτε τρώγει πτώματα.
Δέν άρκείται όμως μόνον εις ενα θΰμα. Είναι τόσον αίμοδιψές ζφον, ώστε φονεύει μεγαλύτερον άριθμόν ζφων – 30 πρόβατα, π.χ. εις μίαν νύκτα. Κατόπιν όλων αυτών δέν είναι καθόλου παράδοξον ότι καταδιώκεται σκληρώς.
Πως πολλαπλασιάζεται. Είναι ευτύχημα ότι ό λυγξ δέν γενν^ πολλα νεογνά. Κατα Άπρίλιον – Μάϊον ή θήλεια γενν^ 3-4 μικρά, μέσα εις κάποιο σπήλαιου ή εις πυκνήν λόχμην, τυφλα όπως τα μικρα τής γαλής. Κατ’ άρχας τα θηλάζει, κατόπιν τα τρέφει μέ ποντικούς, μικρα πτηνα κ.λ.π. μέχρις ότου γίνουν ΐκανα να εύρίσκουν μόνα των τήν τροφήν των.
Σημασία διά τόν ανθρωπον.Ό λυγξ είναι ζφον πολυ έπιβλαβές δια τόν άνθρωπον, χωρίς να παρέχη καμμίαν ώφέλειαν. Παλαιότερον τό δέρμα του είχε κάποιαν άξίαν, διότι έχρησιμοποιείτο ώς γουναρικόν, άλλα αΐ ζημίαι τας όποίας προεκάλει ήσαν πολυ μεγαλύτεραι.
Δια τουτο κατεδιώχθη παντου, ώστε άπό πολλα μέρη έξηφανίσθη τελείως. Άλλα καί έκεί όπου ύπάρχει άκόμη είναι σήμερον άρκετα σπάνιος.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ. Ό λύγξ είναι άρπακτικόν ζωον των δασων, πολύ έπιβλαβές. Καταδιώκεται σκληρως άπό τόν ανθρωπον, ώστε κινδυνεύει νά έξαφανισθη.