Ύψωσες πλέγμα… πλέγμα συρμάτινο, πυκνό, με τρυπούλες μικρές πάνω του για να μπορώ να βλέπω. Αυτό διάλεξες. Συρμάτινο πλέγμα, όχι τοίχο. Ο τοίχος βλέπεις σε αποκόβει τελείως, σε χωρίζει, σε απομονώνει κι εσύ δεν είσαι έτοιμος ακόμη για αυτή τη μοναξιά σου. Εσύ προτίμησες το πλέγμα, να με αφήνεις να κοιτάζω, να σε παρακολουθώ, να κρατάς επαφή ως ένα σημείο μόνο. Να είμαστε μαζί αλλά χώρια.
Καμιά φορά πλησιάζεις κοντά και φυσάς προς το μέρος μου να νιώσω την ανάσα σου καυτή στο πρόσωπο μου. Βάζεις τα δάχτυλά σου πάνω σ’ αυτό και με προσκαλείς να απλώσω τα δικά μου για να αγγίξω το άψυχο σου πλέγμα. Αυτό σε ικανοποιεί. Να με αγγίζεις νοητά, να σβήνεις τη φωτιά σου πάνω μου, αλλά από απόσταση, με ένα φρικτό εμπόδιο ανάμεσα μας, αυτό που “σ’ έχω και δε σ’ έχω”. Να με αισθάνεσαι κοντά σου αλλά ποτέ ολοκληρωτικά μέσα στην ψυχή σου σαν ένα κομμάτι δικό σου.
Άλλες φορές μου μιλάς από πίσω του, έτσι λόγια να λέμε για να ξεχνιέσαι, για να περνάει η ώρα… λόγια να λες, να έχεις κοινό, να νιώθεις την παρουσία μου, να μη νιώθεις μόνος. Κι άλλες φορές μου εξομολογήσε τα πάντα και ζητάς κατανόηση. Πίσω από το πλέγμα σου εξάλλου είσαι ελεύθερος να λες ότι θέλεις αφού στην πραγματικότητα δε μας ενώνει τίποτα. Έτσι με έχεις δίπλα σου αλλά όχι στη ζωή σου μέσα.
Κι έτσι σου μιλώ από μακριά μα όχι ουσιαστικά γιατί αλλιώτικα είναι τα λόγια που λέγονται κατάματα. Κι έτσι σε παρατηρώ στο “μικρόκοσμό” σου μέσα να ζεις με έμενα χωρίς εμένα.
Κι έτσι λοιπόν μια μέρα θα φύγω και θα σε αφήσω εκεί, πίσω απ’ το συρμάτινο σου πλέγμα. Δε τα μπορώ τα ενδιάμεσα, αυτά τα “ναι μεν αλλά”. Δε το μπορώ να είσαι εκεί και να μην είσαι. Δε μου αρκεί το λίγο σου.
Τα πλέγματα που υψώνεις εγώ τα βλέπω φυλακή, κι έχω καρδιά ελεύθερη, στα ύψη ή στα βάθη μου αρκεί μονάχα να υπάρχω. Τα όλα ή τo τίποτα σου μονάχα θα με σώσει.