Γράφει η Φράνση Παπουτσάκη
Λίγο πριν βγει από την αυλή, στάθηκε και τεντώθηκε τεμπέλικα. Ο γλυκός άνεμος που φυσούσε, τον δρόσισε, απλώνοντας πάνω του την αύρα της θάλασσας. Ρούφηξε όλη της την μυρωδιά κλείνοντας ασυναίσθητα τα μάτια. Πόσο του άρεσε το καλοκαίρι! Όλα ήταν χαρούμενα το καλοκαίρι· ακόμη κι εκείνος. Βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να περπατάει. Θα πήγαινε στο πανηγύρι. Είχε έρθει και Λουνα Παρκ. Μόλις το άκουσε δεν μπόρεσε να αντισταθεί. « Θα πάω…έτσι για βόλτα! » μονολόγησε καθώς ξυριζόταν κι έκλεισε στον εαυτό του το μάτι.
Στο δρόμο τον προσπερνούσαν παιδιά με μπαλόνια και μαλλί της γριάς και μαμάδες που κουτσομπόλευαν πίσω τους ενώ αυτά έτρεχαν ακανόνιστα. Από μακριά μπορούσες να δεις τα πολύχρωμα φώτα του Λουνα Παρκ. Οι προβολείς του διέγραφαν κύκλους στον ουρανό. Πριν περάσει την πύλη κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω στην αυλή του και να διαβάσει. Τι δουλειά είχε μόνος του εδώ ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους; Ύστερα έβαλε τα χέρια στις τσέπες και προχώρησε με σηκωμένους τους ώμους σαν κάποιος να τον είχε μαλώσει χωρίς να του πει το λόγο. Μόλις μπήκε, ένιωσε ότι πέρασε σε άλλο κόσμο. Φασαρία από φωνές και γέλια και γρανάζια που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο. Κάπου από το βάθος, ερχόταν η βροντή από τα συγκρουόμενα μπερδεμένη με τις μουσικές από κάθε διαφορετικό παιχνίδι και τη φωνή του ανθρώπου που σε καλούσε να κερδίσεις, βάζοντας στο σημάδι τσίγκινα κουτάκια. Ένα παιδάκι μπροστά του προσπαθούσε να ψαρέψει πλαστικά παπάκια μέσα από ένα σιντριβάνι, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ένα ζευγάρι μάλωνε γλυκά για τον αν θα ανέβει στη ρόδα· εκείνη τον τραβούσε από το χέρι ενώ εκείνος έκανε πως δεν ήθελε. Χαμογέλασε αλλά πήρε το βλέμμα του από πάνω τους βιαστικά επειδή κάτι απροσδιόριστο τον ενόχλησε .
Η μπαλαρίνα! Έπρεπε να βρει την μπαλαρίνα. Αυτή ήταν η αγαπημένη του όταν ήταν παιδί. Δεν ήθελε να ανεβαίνει επάνω της. Ήθελε μόνο να την κοιτάζει έτσι όπως γύριζε. Φανταζόταν πως είναι χορεύτρια. Η παιδική του φαντασία έκανε το φουστάνι της να ανεμίζει. Αυτή εδώ όμως δεν έμοιαζε με την καλή του που συνήθως ήταν ήσυχη και σχεδόν άδεια. Ήταν πολύ μεγαλύτερη και γεμάτη κόσμο που τσίριζε εκνευριστικά από το φόβο του. Έμεινε να την βλέπει να λικνίζεται όση ώρα κρατούσε ο γύρος ώσπου ένιωσε να ζαλίζεται. Έκανε δυο τρία βήματα προς τα πίσω. Έψαξε να βρει κάπου να πιαστεί, έπεσε πάνω στον κόσμο που υπήρχε γύρω του και τελικά ξαναβρήκε την ισορροπία του όταν τον χτύπησε λίγο ο αέρας. Εντάξει. Καλά ήταν μέχρι εδώ. Προς ολοταχώς για το σπίτι τώρα.
Για να μην νιώσει ότι τράπηκε σε φυγή εξαιτίας μιας ζαλάδας, είπε να επιστρέψει κάνοντας πρώτα μια περαντζάδα από το πανηγύρι. Καθώς έκανε την βόλτα του, έριχνε γρήγορες ματιές στους πάγκους με τα πράγματα και στις στημένες τέντες που σε καλούσαν να δεις κορίτσια με μούσι και άντρες που τρώνε σίδερα. Χάζεψε λίγο το τσίρκο με τους λιλιπούτειους εκπαιδευμένους βρικόλακες· είχε διαβάσει κάποτε γι’ αυτό αλλά δεν είχε την τύχη να δει ποτέ κάποιο από κοντά ενώ ήταν πάντα περίεργος. Ίσως έφτιαχνε ένα δικό του, τελικά. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο του τον τρόμαξε και κατάλαβε πως ήταν έτοιμος πια να εγκαταλείψει τη μάχη.
Με τα χέρια πάλι στις τσέπες, άφηνε πίσω του το γλέντι όταν είδε την τσιγγάνα. Τρόμαξε ξανά. Σχεδόν πανικοβλήθηκε. Τις φοβόταν τις τσιγγάνες. « Αν δεν σταθείς να σου πουν τη μοίρα σου και να ασημώσεις, σε καταριούνται, γι’αυτό να αλλάζεις δρόμο όταν τις βλέπεις!».Έτσι, του έλεγε η γιαγιά του όταν ήταν μικρός. Τώρα ήταν αργά, όμως. Δεν μπορούσε να της γυρίσει την πλάτη γιατί τον είχε ήδη δει και θα γινόταν χειρότερο το κακό. Θα περνούσε από μπροστά της κι ότι γίνει.
« Να το ρίξεις στο φεγγάρι!» του είπε η τσιγγάνα λίγο πριν την προσπεράσει.
« Τι να κάνω;»την ρώτησε παραξενεμένος.
« Αυτό που θέλεις να ξεφορτωθείς, αυτό που σε βαραίνει…να το ρίξεις στο φεγγάρι. Δεν σου είχε πει η γιαγιά σου πώς να το κάνεις; Βρίσκεις ένα σταυροδρόμι και το πετάς εκεί όταν το φεγγάρι είναι μαύρο».
Ένιωσε τον αυχένα του να γίνεται μούσκεμα. Η τσιγγάνα καθόταν οκλαδόν πάνω σε μια κόκκινη φλοκάτη. Σήκωσε το χέρι της και του έκανε νόημα πως είχε κάτι να του δώσει. Άπλωσε το δικό του μηχανικά κι εκείνη απότομα του έχωσε μέσα ένα φυλαχτό. « Στο καλό να πας!»Έκρυψε το φυλαχτό στην τσέπη του κι έφυγε χωρίς να της απαντήσει. Ένιωθε το βλέμμα της καρφωμένο σαν μαχαίρι στην πλάτη του. Όταν αισθάνθηκε ασφαλής, γύρισε να κοιτάξει μα η τσιγγάνα είχε χαθεί. «Καλά να πάθεις, βλάκα!» είπε στον εαυτό του.
Στον δρόμο του γυρισμού ξαναβρήκε την καλοκαιρινή αύρα που τόσο αγαπούσε κι αισθάνθηκε καλύτερα. Μπήκε στο βασίλειο του, έκλεισε την πόρτα πίσω του, πέταξε τα παπούτσια του όπως να’ ναι, βούτηξε το βιβλίο του και βγήκε στην βεράντα του κήπου να απολαύσει τη νυχτερινή ησυχία παρέα με το φίλο του το τριζόνι. Βολεύτηκε στην πολυθρόνα του ακουμπώντας προσωρινά το βιβλίο στην κοιλιά του. «Καταραμένη κοιλιά! Καταραμένη τεράστια κοιλιά!» είπε με θυμό. ΄Επλεξε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι αφήνοντας το βλέμμα του να χαθεί πέρα μακριά μέχρι εκείνη την μικρή ιδέα από θάλασσα που φαινόταν από το σπίτι του. Δεν είχε όρεξη να διαβάσει απόψε. Ένιωθε περίεργα ανήσυχος. «Αυτά έχουν τα πανηγύρια και τα Λουνα Παρκ. Καλά να πάθω!» ξαναείπε.
Χωρίς να ψάχνει κάτι, έβαλε το χέρι του ασυναίσθητα στην τσέπη και τα δάχτυλα του συναντήθηκαν με το φυλαχτό. Το έσφιξε για λίγο στο χέρι του. Πριν τον αγγίξει καλά καλά ο πειρασμός να το βγάλει για να το εξερευνήσει , είπε «Βλακείες!» και το παράτησε γρήγορα. Πήρε το βιβλίο του, ανακάθισε κι άρχισε να διαβάζει γυρνώντας τις σελίδες με οργή, λες και του έφταιγαν αυτές.
Ένα θρόισμα στη λεύκα πίσω του, του χάλασε την ησυχία εκνευρίζοντας τον ακόμη περισσότερο. Γύρισε να δει. Τίποτα. Κι άλλο ένα. Κι άλλο. Πιο δυνατό. Σαν κάτι να είχε πιάσει τα κλαδιά του δέντρου και τα ταρακουνούσε. Ο κούκος μέσα από το σπίτι χτύπησε δυό φορές. Κι άλλο θρόισμα. Κάτι ήταν σίγουρα εκεί. Σηκώθηκε για να δει καλύτερα. Πλησίασε το δέντρο αλλά δεν βγήκε από την αυλή. Ο θόρυβος δυνάμωνε. Ξεδιάκρινε μια λευκή φιγούρα. Έτριψε τα μάτια του και ξανακοίταξε. Δεν είδε τίποτα. Αισθάνθηκε πάλι χαζός και γύρισε στην πολυθρόνα του. Πριν προλάβει να διαβάσει μια σειρά κάτι πετάχτηκε από τη λεύκα που ήταν πίσω του στη λεύκα που ήταν μπροστά του και γραπώθηκε. Ήταν στ’αλήθεια μια λευκή φιγούρα εκεί μέσα. Έμοιαζε με κοπέλα. Μια κοπέλα που του έγνεφε. Τον καλούσε να πάει κοντά της. Κοιτούσε αποσβολωμένος. Η κοπέλα έγινε μια μικρή ομίχλη, πέταξε σαν σύννεφο κι ύστερα απλώθηκε γύρω του. Δυο αόρατα χείλη του ψιθύρισαν στο αυτί πως απόψε το φεγγάρι ήταν στη χάση του. Απόψε έπρεπε να γίνει. Απόψε που το φεγγάρι χανόταν ολόκληρο. Η ομίχλη μαζεύτηκε πίσω κι ξαναέγινε κοπέλα. Του έγνεψε ξανά να την ακολουθήσει.
Σηκώθηκε σαν υπνωτισμένος. Η λευκή λάμψη μπροστά να τον καλεί κι εκείνος να τρέχει πίσω παραπατώντας και λαχανιάζοντας. Τα γυμνά του πόδια πάτησαν την κρύα ακτή. Έκανε μερικά βήματα ακόμη. Έπεσε στα γόνατα. Τα χέρια του καρφώθηκαν στην υγρή άμμο. Ποτάμια κρύου ιδρώτα έτρεξαν στον αυχένα του και πάλι, όπως την στιγμή που άκουσε τα λόγια της τσιγγάνας. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Ένιωσε πως θα κάνει εμετό αλλά κρατήθηκε. «Καταραμένη κοιλιά!» κλαψούρισε. «Καταραμένη τσιγγάνα!»
Ήθελε έτσι όπως ήταν γονατιστός να συρθεί μέχρι την θάλασσα και να πέσει μέσα στο νερό με τα μούτρα αλλά τον συγκράτησε η αξιοπρέπεια του και η αίσθηση ότι η λευκή λάμψη ήταν κάπου εκεί ακόμη και θα τον έβλεπε. Προσπάθησε με πολύ κόπο να σταθεί. Όταν το κατόρθωσε, άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί πάνω από το σκοτεινό νερό αναζητώντας την. Δεν είχε φεγγάρι. Το σκοτάδι κυριαρχούσε. Δεν έβλεπε τίποτα. Πέρασε από το μυαλό του η σκέψη ότι του σάλεψε. Ευχήθηκε να είχε πιει μπόλικες μπύρες όπως συνήθιζε να κάνει άλλα βράδυα για να μπορεί να ρίξει κάπου το φταίξιμο. Ένιωσε την καρδιά του να κάνει λίγο πίσω. Είχε πάψει πια να θέλει να βγει έξω από το στήθος του όποτε μάλλον ήταν καιρός να επιστρέψει, αφήνοντας πίσω του όλο αυτό το χάλι. Αλλά δεν πρόλαβε να φύγει. Η ομίχλη που τον είχε κυκλώσει πριν, τώρα στροβιλιζόταν μέσα στο νερό μέχρι που πήρε μορφή. Τώρα μπορούσε να την δει καθαρά. Μια πανέμορφη κοπέλα με λευκά μακριά μαλλιά στο ίδιο χρώμα με το φεγγάρι, έλαμπε γυμνή και του έγνεφε να την πλησιάσει ξανά. Το νερό άρχισε να υποχωρεί, υπακούοντας τη διαταγή της. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Τέσσερα πέτρινα μονοπάτια φανερώνονταν σιγά σιγά όσο η θάλασσα ρουφούσε το νερό της μέσα στην άμμο. Τέσσερα μονοπάτια που συναντιόντουσαν κάτω από την λαμπερή νεράιδα που συνέχιζε να του γνέφει και να λικνίζεται από τα κύματα του αέρα. . Ένα ερχόταν από το βάθος του ορίζοντα, ένα από την ανατολή και ένα από τη δύση. Ένα ξεκινούσε ακριβώς μπροστά του. Περπάτησε πάνω του με δισταγμό. Φοβόταν πολύ αλλά σε κάθε βήμα ο φόβος υποχωρούσε μια στάλα. Στο σταυροδρόμι πια έτρεμε από το δέος για το άγνωστο που δέσποζε από πάνω του. Τα φεγγαρένια χείλη της νεράιδας πλησίασαν το πρόσωπο του. « Ρίξε το φυλαχτό στο νερό και μαζί του ρίξε και αυτό που σε βαραίνει». Μα τι να ρίξει; Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Δεν ήξερε τι τον βαραίνει περισσότερο. Είχε τόσα στη ζωή του που ήθελε να ξεφορτωθεί. Υπήρξαν φορές που ήθελε να ξεφορτωθεί και την ζωή του την ίδια. Η λάμψη δεν ήταν πια τόσο έντονη. Έσβηνε. Έπρεπε να κάνει γρήγορα. Λίγο πριν η νεράιδα εξαφανιστεί άκουσε τον ψίθυρο της να χάνεται με μια λέξη:
« Τώρα…» του έλεγε φεύγοντας κι εκείνος ίσα που πρόλαβε να πει πετώντας με λύπη το φυλαχτό στο νερό: « Το χρόνο! Ξεφορτώνομαι το χρόνο που κουβαλάω…».
Η στάθμη του νερού πήρε τα πάνω της απότομα και πολύ σύντομα δεν θα υπήρχε μονοπάτι. Έτρεξε αλλά δεν πρόλαβε και βρέθηκε στο νερό. Η ακτή δεν ήταν μακριά για καλή του τύχη. Όταν έφτασε σε αυτήν, έπεσε φαρδύς πλατύς πάνω στην άμμο χωρίς να τον σταματήσει η ντροπή, χωρίς να μπορεί να εμποδίσει τον εαυτό του κι έμεινε εκεί να κοιτάζει τον ουρανό, κλαίγοντας γοερά.
Πετάχτηκε απότομα από τον ύπνο. Τα γυαλιά του και το βιβλίο του εκσφενδονίστηκαν από την κοιλιά του στο μάρμαρο της βεράντας. Ο γδούπος τους τον τρόμαξε. Ξημέρωνε. Αντί για το τριζόνι ακούστηκε το τσίριγμα μιας νυχτερίδας που κρεμόταν ανάποδα από ένα καλώδιο. Έτριψε το πρόσωπο του για να το αισθανθεί. Έχωσε τις γροθιές του μέσα στις κόγχες των ματιών του και τα έτριψε κι εκείνα. Ονειρευόταν, λοιπόν. Κάτι μέσα του τον πόνεσε. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του, στήριξε το κεφάλι του στις παλάμες και αναλογίστηκε τι ώρα να ήταν. Κατάλαβε πως είχε νερό ανάμεσα στα δάχτυλα του και ξαφνιάστηκε. Στις πατούσες του ήταν κολλημένη νωπή άμμος. Τα ρούχα του όμως ήταν στεγνά. Σηκώθηκε, μπήκε στο σπίτι, άναψε το φως και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Εκείνος δεν αναγνώρισε το είδωλο του, όμως ο εαυτός του τον αναγνώρισε και του έκλεισε το μάτι ειρωνικά. Έσκυψε να δει την τρισκατάρατη κοιλιά του μα δεν ήταν εκεί. Ξαναγύρισε στην βεράντα. Πήρε μια βαθιά ρουφηξιά για να βάλει όλη τη μυρωδιά του καλοκαιριού μέσα στην ψυχή του κι ύστερα κάθισε στην πολυθρόνα του και περίμενε στωικά να ξυπνήσει, αν και ευχόταν με όλη του την καρδιά, να συνεχίσει να κοιμάται για πάντα.
« Πότε ξυπνάς και πότε κοιμάσαι, στ’αλήθεια;» σιγοψυθίρισε απογοητευμένος, κοιτώντας την νυχτερίδα που τώρα πια δεν τσίριξε άλλο.