Αιρετικός. Τόσο πολύ που η χώρα του δεν τον άντεξε. Ξεχωριστός και ταλαντούχος. Ιδιοφυία… Τόσο που μπορεί και να μην άξιζε στην πατρίδα του. Όχι στον λαό της, αλλά στους πολιτικούς της. Δεν είναι λαός οι πολιτικοί της;
Πριν από 131 χρόνια, έρχεται στη ζωή ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες.
Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Νίκος Καζαντζάκης.
Η γριά μαμή «τον φούχτωσε στα χέρια της, τον πήγε στο φως και τον κοίταξε καλά καλά, σαν να ‘βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω του, τον σήκωσε αψηλά κι είπε:
“Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης”».
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ.75).
«Δεσπότης», έτσι όπως το εννοούσε η μαμή, δεν έγινε.
Αλλά δεσπότη των ελληνικών γραμμάτων θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει, χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί υπερβολικός.
Τη βιογραφία του μπορείτε να τη διαβάσετε παντού.
«…Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…».
Η παραπάνω φράση είναι γραμμένη σε ένα γράμμα που έλαβε η χήρα του Νίκου Καζαντζάκη, Ελένη.
Αποστολέας ο Αλμπέρ Καμύ, φίλος και θαυμαστής του Έλληνα λόγιου.
Η αλήθεια όπως ξετυλίχθηκε χρόνια αργότερα, δεν γράφει, όμως, πως ο Καμύ κέρδισε το Νόμπελ από τον Καζαντζάκη, αλλά πως η Ελλάδα φρόντισε να μην τον πάρει εκείνος.
Ο πόλεμος που δεχόταν ο αιρετικός Έλληνας στο παρασκήνιο ήταν μεγάλος, αφού ποτέ η κυβέρνηση δεν υποστήριξε την υποψηφιότητά του, αντιθέτως φρόντιζε να βάζει συνεχώς εμπόδια. Το κόστος; Ένα ακόμη Νόμπελ.
Για μια δεκαετία σχεδόν ο Κρητικός φλέρταρε με το κορυφαίο βραβείο.
Εγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «…Ολα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο!
Εχω προξενικό διαβατήριο κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε― με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν…».
Ο Πάτροκλος Σταύρου, θετός γιος της Ελένης Καζαντζάκη, έχει γράψει για την υπόθεση:
Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του.
Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ.
Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή».
Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός.
Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά.
Με όσα εγκύρως άκουσα και ξέρω τα τελευταία 30 χρόνια, ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός.
Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον.
Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του.
Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του.
Αποστρεφόταν τη Μελάδα και τους Ελληνάδες, όχι την Ελλάδα, «την Ελλάδα την αιώνια που κουβαλούσε μέσα του». «Μελάδα» είπε την Ελλάδα ο Αλέξης Μινωτής λόγω Μελά.
Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας.
Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».
Ο… «Ελληνικός δάκτυλος» στον αποκλεισμό του Καζαντζάκη γίνεται γνωστός νωρίς. Από το 1946 το όνομά του φιγουράρει στην κορυφή των παγκόσμιων λογοτεχνών.
Είναι 1952 όταν οι νορβηγοί συγγραφείς και η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών τον προτείνουν ομοθύμως ως υποψήφιο για το Νομπέλ. Η Νορβηγία προσφέρεται να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο.
Ο Καζαντζάκης πσρά τον «πόλεμο», παρά τα οικονομικά του προβλήματα, παρά τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούν και θα έχουν ως αποτέλεσμα να χάσει το μάτι του (το 1953), αρνείται.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποποιήθηκε παρόμοια πρόταση, έστω και αν θα του έλυνε μεγάλα προβλήματα.
Ο Βorje Knoss, Σουηδός συγγραφέας και φίλος του λογοτέχνη, σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη (28.10.1954) προχωρεί περισσότερο:
«…Τρέχει λόγος εδώ: πως η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδικήν Ακαδημία ή στον Βασιλιά για να ξεσυμβουλεύσει να δοθεί το Βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Ελληνες, γιατί θα ‘ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξονικών(!)…».
Εχει χάρη και γραφικότητα ο ελληνικός λόγος του Knoss.
Η δική μου ερμηνεία του κειμένου αυτού είναι να πάρουν πίσω την απόφαση για να δώσουν το Νομπέλ στον Καζαντζάκη. Και υπεισέρχονται εδώ και οι «Αγγλοσαξονικοί», δηλαδή οι Αγγλοι, σημειώνει ο Πάτροκλος Σταύρου.
Την πρώτη φορά που το όνομά του ακούστηκε για το Νόμπελ, ήταν μαζί με αυτό του Άγγελου Σικελιανού.
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Εστία», (31.8.1946) είναι ενδεικτικό:
«Μια διεθνής απάτη». Ήταν και οι δύο «υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου» και «τελείως ξένοι προς την Ελλάδα».
Η προσπάθειά τους για το Νομπέλ «ολίγον διαφέρει της απάτης» έκρινε η εφημερίδα και αναφερόταν σε αυτούς με χαρακτηρισμούς όπως «άνθρωποι της Μόσχας» και «Εαμοσλάβοι»!
Σύμφωνα με όσα γράφονται, ο Καζαντζάκης έχασε για μία ψήφο το Νόμπελ από τον Καμύ.
Η Ελλάδα, όμως, έχασε πολλά παράπανω…
«Η Ελλάδα κάνει πάντα το παιχνιδάκι των Μεγάλων Δυνάμεων …δηλώνει σε συνέντευξή του στη Γαλλική ραδιοφωνία.
«Υποφέραμε πολύ και υποφέρουμε κάτω από τον υποκριτικό ζυγό των Μεγάλων Δυνάμεων», συνεχίζει.
Ο Καζαντζάκης ζει αυτοεξόριστος στην Αντίμπ, αλλά από εκεί δίνει τον δικό του αγώνα, για τα υψηλά ιδανικά του.
Και αφού περιγράφει τον Ελληνικό λαό ως έναν λαό – μάρτυρα, τονίζει:
«Έχει μια ευαισθησία που τον καθιστά τρωτό σε κάθε προσβολή στην ελευθερία», σημειώνει με καμάρι.
Η διαχρονικότητα του Νίκου Καζαντζάκη, η ευρύτητα του πνεύματός του, οι αναφορές του σε αξίες πανανθρώπινες είναι που τον κάνουν ξεχωριστό, ακόμη και σήμερα.
Πόσοι πιο Έλληνες υπάρχουν; Μακριά από εξουσίες και χρήματα, μιλά με τόσο θαυμασμό για τον Ελληνικό λαό, την ώρα που η κυβέρνηση τον διώκει με όποιο μέσο μπορεί.
Και θέλοντας να δείξει αυτήν την ανάγκη του λαού, όχι μόνο για τη δική του ελευθερία, αλλά και την ανεξαρτησία παγκοσμίως, διηγείται μια ιστορία…
Δείτε το βίντεο…