Υπάρχουν λέξεις που αγαπώ. Και λέξεις που μισώ.
Παρόλο που πασχίζω να τις διώχνω να μη μου μένουν, να μην πονάνε, εκεί γυρνάω πάντα, στο δίχτυ ασφαλείας που ξέρεις ότι σε νταντεύει όταν αισθάνεσαι κάπως… Πιάνομαι πάντα πιο πολύ από ό,τι προηγείται και έπεται μιας λέξης. Η μυστική σημειολογία, η αδιόρατη αντίδραση, το πυροτέχνημα, που σε αναγκάζει να πεις πράγματα που ξεστομίζονται εύκολα και δύσκολα μπορείς να μαζέψεις μετά.
Γι’ αυτό επιλέγω να μη μιλάω πολύ. Ή να μιλάω πολύ σε λίγους και λίγο σε πολλούς. Τα μεγέθη κρατάνε τις ισορροπίες και σου διασφαλίζουν αφενός την κοινωνικότητά σου και αφετέρου την ψυχική σου ηρεμία.
Υπάρχουν λέξεις που αγαπώ. Και λέξεις που μισώ.
Πολλές φορές τις ίδιες λέξεις ταυτόχρονα, να είναι εκεί, να εναλλάσσουν το συναίσθημα σαν καρδιογράφημα του έρωτα. Είκοσι μέρες στην κατάθλιψη για μια ώρα μαστούρας. Αξίζει; Αξίζει. Παρόρμηση που σου κόβει σε μνήμη, σε αυτοσυγκέντρωση και σε γεμίζει ενέργεια, παρέα με υστερία… Όλα στον τρίφτη, εκείνον που σε φέρνει σε επαφή, σε πονάει και σε γδέρνει ταυτόχρονα. Μα συνεχίζεις να του προσφέρεις επιδερμίδα για πόνο εθελοντικά, γιατί είναι το μόνο που σου μένει, μαζί με τα σημάδια που αγαπούσες από παιδί.
Υπάρχουν λέξεις που αγαπώ. Και λέξεις που μισώ.
Αλλαγή… Η μόνη σταθερά. Η μόνη αντίφαση που επιβεβαιώνει το δεδομένο. Αλλαγή. Την λατρεύω και τη μισώ. Ταυτόχρονα, μαζί, μόνη, με παρέα, όταν όλα μοιάζουν ωραία, τα μέσα μου αλλάζουν… δε με τρομάζουν. Με αναστατώνουν οι αλλαγές. Τότε νιώθω ότι ζω. Οι υπόλοιπες στιγμές είναι συνήθεια. Οι ώρες που εξελίσσομαι είναι η μόνη αλήθεια…
Υπάρχουν λέξεις που αγαπώ. Και λέξεις που μισώ.
Και όλες μαζί είναι ό,τι είμαι εγώ. Τις βάζω στη σειρά, τις αραδιάζω… αδειάζω. Λέξεις που θυμάμαι από παλιά. Τις έχω όλες γράψει σε ημερολόγια που έκρυβα επιμελώς για χρόνια κι από την ίδια μου την συνείδηση… σιγά την είδηση. Ατόφια λογική μέσα στο θέατρο του παραλόγου. Θυμάμαι, φοβάμαι…
Υπάρχουν αισθήσεις που αγαπώ. Και πράξεις που μισώ.
Και όλες μου μοιάζουν να είναι εδώ. Να με παίρνουν από το χέρι, να με παραμυθιάζουν. Να με αλλάζουν. Δε θέλω πια να με αγαπάνε όλοι, όπως εγώ δεν τους αγάπησα τους όλους ποτέ. Οι πολλές συναναστροφές φέρνουν σκουριά και άντε να φύγει μετά η μαυρίλα. Όσοι σε αγάπησαν σε έκαναν καλύτερο άνθρωπο και όσοι σε μίσησαν σε έφτιαξαν περσόνα. Ο σνομπισμός της μοναδικότητας είναι η μόνη χάρη που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου.
Μαζί με χίλια ευχαριστώ για όσα κι όσους έρχονται, εισβάλλουν και σε γεμίζουν σεισμό. Η ευγνωμοσύνη μόνο σου γυρνάει δανεικά, για όσα έδωσες και δε σε ένοιαζε ούτε στιγμή να πάρεις πίσω.
Γιατί απλά και πάντα ήσουν εδώ, ήσουν μονάχα αυτό, το πιο δικό σου, απόκρυφο εγώ…
«Εκείνο το τρελό κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τη μουσική του,
Την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά
Με την ψυχή του τώρα διχασμένη
Και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού
Και κρύβεται σ`ενός ατμόπλοιου τ`αμπάρι
Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ,
Είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι
Ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί.
Δεν έχει σημασία ποιά συμφορά τη βρήκε~
Την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη
Και τυλιγμένη, τυλιγμένη μες στο θρίαμβό της
Εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια
Έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:
«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη».
( Τρελό κορίτσι, του W. B. Yeats, μτφ. Σπ. Ηλιόπουλος)