Έλα εδώ.
Έλα να περπατήσουμε μαζί.
Δεν κάνει κρύο απόψε, και άμα μου πεις πως κρυώνεις θα βάλω φωτιά σε αυτή την πόλη μόνο και μόνο γιατί μου το ζήτησες εσύ. Έχει ησυχία. Ούτε φυσάει, ούτε γαυγίζουν τα σκυλιά. Νέκρα. Δεν μας βλέπει κανένας, ο κόσμος έχει μαζευτεί στα σπίτια του, χειμωνιάζει. Είναι η ώρα μας. Η ώρα που περπατάμε δίπλα-δίπλα.
Έλα, κράτα με απ’ το χέρι όπως με κρατούσες παλιά.
Αυτό το πράγμα που δέναμε κόμπους τα δάχτυλα μας, σαν να φοβόμασταν μήπως αυτό το χέρι που κρατούσαμε δεν ήταν τίποτα άλλο παρά σκόνη και αέρα. Σαν να φοβόμασταν μήπως ο άλλος φύγει μακριά με την πρώτη Χειμωνιάτικη μπόρα, και μόνο αυτά τα μπερδεμένα δάχτυλα μας κρατούσαν μαζί.
Σε βλέπω που τραβιέσαι μακριά, και το απλωμένο χέρι μου βρίσκει μονάχα ένα κενό.
Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς μου. Μου τα ‘χε πει πριν χρόνια όταν αυτή έπινε καφέ, Ελληνικό, όπως πάντα, και εγώ ήμουν παρά μόνο μικρό παιδί που έπαιζα κοντά στα πόδια της. Μου χάρισε ένα μπισκότο, όπως πάντα, και με άφηνε να βουτήξω τόσο δα την άκρη στο πικρό αυτό ρόφημα που τόσο της άρεσε. Χαμογελούσε καθώς με έβλεπε να μασουλάω λαίμαργα, να καταπίνω, να με βλέπει με μια τέτοια απέραντη αγάπη απ’ αυτές που, ίσως, έχουν την χαρά να την χαρίζουν μονάχα οι γυναίκες στα παιδία και τα εγγόνια τους.
– Θέλω να θυμάσαι κάτι, γιε μου, και να το θυμάσαι καλά. Όταν, με το καλό, αγαπήσεις μια γυναίκα να θυμάσαι να την κρατάς πάντα απ’ το χέρι. Πολλά πράγματα, πολλά, πολλά πράγματα θα σας στεναχωρήσουν, μάτια μου. Αλλά όσο είστε δίπλα ο ένας στον άλλον, θα απλώνεις το χέρι σου, θα της το πιάνεις και θα της το κρατάς. Κι ας έχετε μαλώσει, και ας μην μιλάτε…άπλωσε το χέρι σου. Μόνο χέρι-χέρι λύνονται όλα αυτά.
Βάζεις τα χέρια σου αργά, και σταθερά, βαθειά στις τσέπες σου, και φεύγεις πιο μπροστά από μένα.
Περίμενε με.
Οι δρόμοι είναι άδειοι, όπως νιώθεις και εσύ, όπως νιώθω και εγώ. Για μια στιγμή, είναι λες και σε μια ασταμάτητα γρήγορη πόλη σαν αυτή που αγαπήσαμε μαζί, ο χρόνος έχει πάψει να κυλάει. Περπατάμε, και δεν μιλάμε, και παρατηρώ κάθε κομμάτι σου. Τους σηκωμένους ώμους – έχεις συρρικνωθεί, το βλέπω – το χαμηλωμένο σου βλέμμα, οι άκρες των χειλιών σου είναι κατεβασμένες. Πάντα ήξερα όταν ήσουν στεναχωρημένη απ’ αυτό το σχήμα των χειλιών σου, αυτό το περίγραμμα αυτών των χειλιών που χίλιες φορές φίλησα και θα φιλούσα για άλλες χίλια ακόμα.
Περπατάμε, και θυμάμαι όταν χάιδευα αυτούς τους ίδιους ώμους, τους τώρα σουφρωμένους, τους τότε χαλαρούς. Καθόσουν στην άκρη του κρεβατιού, ημίγυμνη απ’ την μέση και πάνω. Έφτιαχνες τα μαλλιά σου, γιατί πάντα εσύ ετοιμαζόσουν πρώτη να φύγεις, γιατί εσύ φορούσες πάντα ρόλοι και εγώ δεν φορούσα ποτέ. Σηκώθηκα και ήρθα κοντά σου, χάιδευα τους ώμους σου, χάιδευα τα μαλλιά σου και ας τα ‘φτιαχνες εσύ, και χαμογελούσες…αλλά δεν χαμογελούσες. Ήξερα αυτό το λυπημένο χαμόγελο, αυτό που έκρυβε πίσω του όλες τις συννεφιές του κόσμου. Ξεφύσηξα, και ξάπλωσα δίπλα σου, η καμπύλη του σώματος μου ακουμπούσε την μέση σου και νιώθαμε ο ένας την φωτιά και την ζεστασιά του άλλου. Και σηκώθηκες απότομα, και κατάλαβα ξαφνικά πόσο παγωμένο ήταν το δωμάτιο.
Δεν περπατάμε άλλο.
Γυρνάς και με κοιτάς, και τα μάτια σου έχουν γεμίσει δάκρυα.
Σε νιώθω, μάτια μου. Σε νιώθω που πονάς. Σε νιώθω που βασανίζεσαι, γιατί βασανίζομαι και εγώ μαζί σου. Βλέπω τις πληγές σου, και εσύ τις δικές μου. Βλέπω πως το βλέμμα σου λάμπει με το φώς του φεγγαριού που τώρα λυπημένα μας παρακολουθεί, όταν κάποτε γελούσε που μας έβλεπε να χορεύουμε σαν ξωτικά στον δρόμο χωρίς καν να παίζει μουσική. Βλέπω αυτό το βλέμμα σου, που με διαπερνάει, να ραγίζει σε αργή κίνηση και να γίνεται κομμάτια και να φεύγουν καυτά δάκρυα σαν μικρά κομμάτια κρυστάλλου και φεγγαρόφωτος.
Και κλαίς μπροστά μου, ακίνητη, με τα χέρια βαθειά στις τσέπες, και δεν μου λες λέξη.
Πεθαίνω.
Το νιώθω ότι αυτή η στιγμή θα είναι η τελευταία μου, γιατί αυτή η στιγμή είναι η τελευταία μας. Γιατί η σιωπή σου είναι εκκωφαντική, γιατί η σιωπή σου ουρλιάζει. Γιατί τα χέρια σου, τόσο βαθειά στις τσέπες σου, είναι γροθιές και με χτυπάνε όπου βρούνε, στο στήθος, στο πρόσωπο, στο στήθος ξανά. Όλα τα χαστούκια που κατάπιες, φεύγουν τώρα μέσα απ’ την ματιά σου και εγώ τα δέχομαι σιωπηλά με σφιγμένο το σαγόνι μου και να τρίζουν τα δόντια μου. Χτυπάς, και μου ουρλιάζεις, και χτυπάς γιατί πονάς. Υποφέρεις.
Υποφέρεις, γιατί εγώ, απ’ όλες τις ψυχές που κυκλοφορούν σε αυτή την πόλη, σε πλήγωσα. Όχι μια οποιαδήποτε ψυχή, η δική μου ψυχή – η δική σου ψυχή.
Και θυμάμαι την τελευταία φορά που σε είδα να κλαίς. Που έτρεμε το σώμα σου σπασμωδικά, που έκλαιγες με λυγμούς, που με κρατούσες σφιχτά σε μια αγκαλιά-παγίδα, με το αίμα σου να βράζει από την ένταση που έκρυβες τόσο καιρό μέσα σου και που, για πρώτη φορά, άφησες ελεύθερο μπροστά μου, μαζί μου. Και θυμάμαι που σου φυλούσα τα δάκρυα απ’ το πρόσωπο, μάτια μου, μάτια μου, να ψιθυρίζω, μάτια μου, μην κλαίτε μάτια μου. Αλμυρά και καυτά τα δάκρυα σου, αυτά που βράζανε μέσα σου μέρες, μήνες…χρόνια. Όλα τα χρόνια μας, τα μαζί και τα χώρια, τα χώρια και τα μαζί, τα έκρυβες μέσα σου σιωπηλά και εκείνη την στιγμή ανατινάχτηκαν, όπως φαντάζομαι γεννιούνται τα αστέρια. Σου φιλούσα τα δάκρυα, και με κοιτούσες, και είπες μόνο τέσσερεις λέξεις: Μας θέλω, τόσο πολύ.
Σταματάς. Σκουπίζεις μόνη σου τα δάκρυα σου, και με κοιτάς.
– Ηλίθιε, μου λες με ηρεμία αλλά με κοφτές ανάσες, ηλίθιε, επαναλαμβάνεις. Δεν υπάρχει καμία λογική σε μας, καμία διέξοδο. Κάνω να σε ξεχάσω, και όσο παλεύω να το κάνω, όλα γύρω μου σε θυμίζουν. Δεν ξέρεις…δεν καταλαβαίνεις τίποτα, δεν ξέρεις πως ακόμα και όταν δεν είσαι πια εδώ και έχεις φύγει μακριά ακόμη αρνούμαι να σε αφήσω. Σε μισώ – σε μισώ όσο σε αγαπώ, ηλίθιε, και το μισώ που το ξέρω αυτό και το δέχομαι. Νιώθω ότι αν σε πιάσω απ’ το χέρι, και ζήσουμε μαζί, μπορεί και να πεθάνω… Μα ξέρω με σιγουριά πως αν σε χάσω, παύω πια να ζω.
Σ’ ακούω, και νιώθω τα κόκαλα μου να τρέμουν. Νιώθω το σώμα μου να σκίζεται σε μικρά κομμάτια και να γίνεται σκόνη, αυτό που πάντοτε φοβόσουν εσύ για μένα. Νιώθω να διαλύομαι και να διασπάμαι και πάω να πνιγώ. Οι ίνες τραβάνε την μια την άλλη, φθείρονται…σπάνε…
Απλώνω το χέρι μου.
– Πιάσε με.