Να ομολογήσω δημόσια ότι δεν έχω δει ούτε τρία δευτερόλεπτα τηλεόρασης τις τελευταίες μέρες. Όποτε παρουσιάζεται αυτός ο παροξυσμός με τα επεισόδια γυρνάω σε αυτό το βιβλίο του Τηλέμαχου Γαριου για να χαθώ σε άλλες εποχές της πόλης. Ενώ πλακώνονται όλοι για το Αττικόν και τα κεράκια, διαβάζω “Με τι έδρόσιζαν τά παλιά θέατρα τις θερινές νύχτες της ‘ Αθήνας”…
Μικρή πόλι ή ‘Αθήνα, χωριό μάλλον παρά μεγαλόπολις μετά τήν άπελευθέρωσι τοϋ ’21, δέν είχε οϋτε δρόμους, οϋτε φωτισμό, οϋτε κάν άξιόλογα κτίρια. Είδαν κι έπαθαν οι προύχοντες όταν έφθασε στήν νέα πρωτεύουσα ό “Οθων νά τόν έγκαταστήσουν προσωρινά σ’ ένα διώροφο σπίτι, στόν σημερινό περίβολο τής παληάς Βουλής, πού άνήκε στόν Άλέξ. Κοντόσταυλο, εις βάρος τοϋ όποιου έκυκλοφοροϋσε τότε ή φήμη πώς τό άκίνητο τό έκτισε άπό τόν σφετερισμό χρημάτων πού τοϋ είχαν δώσει γιά νά φέρη ένα τρίκροτο πρός ένίσχυσι τής άμύνης τής χώρας. ‘ Η λαϊκή μούσα, άδίστακτη πάντα, τόν είχε άρπάξει στ’ άτσαλένια της γρανάζια καί τόν σιγύρισε μέ τούς στίχους της:
«Ό οίκος σου Κοντόσταυλε μακρόθεν ομοιάζει τρίκροτον της ‘Αμερικής εξ οΰ αύτός πηγάζει»!
Σιγά-σιγά όμως οί νοικοκυραίοι της εποχής άρχιζαν να στολίζουν τό ίοστεφές “Αστυ μ’ άρχοντικά, πού διεκρίνοντο για τήν ώραία άρχιτεκτονική τους γραμμή. Παράλληλα oi παληο ‘ Αθηναίοι, σάν γνήσιοι άπόγονοι τών άρχαίων πού έδόξασαν τo παγκόσμιο θέατρο με τ’ άθάνατα άριστουργήματα ενός Αίσχύ λου, ενός Αριστοφάνη, άρχισαν νά ένδιαφέρωνται και γιά τι θέατρα. Ό άκούραστος ιστορικός καί έφορος τοϋ θεατρικοί Μουσείου κ. Γιάννης Σιδέρης άναφέρει πώς ούσιαστικά τό πρώτο θέατρο ήταν λίθινο. Τό έκτισε ένας Καμηλιέρης καί τό άποτελε ωσε κάποιο ναυάγιο ένός ιταλικού μελοδραματικού θιάσου πο ξέμεινε στόν τόπο μας, ό Σανσώνης. Τέλος, τό πήρε ό Μπούκουρας καί τ’ όνομά του διετηρήθη ώς τά 1897. Εύρίσκετ κοντά στήν σημερινή Βιομηχανική Σχολή, στήν όδόν Μενάνδρο κι έγνώρισε πολλούς θριάμβους. Στήν βρεφική του ήλικί έφωτίζετο μέ φανάρια λαιδού καί όχι σπάνια μέ σπαρματσέπ Μόλις τό 1878 άπέκτησε λάμπες γκαζιού καί στόν έπιθανάτι ρόγχο του έγνώρισε καί τήν μαγεία τού ήλεκτρικού φωτός.
Πολύ άργότερα κτίσθηκε τό δοξασμένο θέατρο τής πλατεία ‘Ομονοίας, πού έστέγασε τήν «Νέα Σκηνή» τοϋ προωτοπόρο Χρηστομάνου καί κατόπιν τήν Μαρίκα Κοτοπούλη, ή καλοκαιριν «Εύτέρπη» στήνάρχή τής όδού Γ’ Σεπτεμβρίου, τό χειμερινό τά «Κωμωδιών» στήν όδόν Προαστίου, τό «Βαριετέ» στήν γων Σοφοκλέους καί Σταδίου, τό Δημοτικόν καί τό Βασιλικόν.
Oi «χαζοξενύχτηδες» -έτσι τούς έλεγε ό Σουρής- ‘ Αθηνα διψούσαν γιά τήν δροσιά τής θερινής καλοκαιρινής νύχτας καί π άπελάμβαναν στις ύπαίθριες σκηνές στόν ‘ Ιλισό – τού τά έψαλο καί αϋτού τελευταία οί στιχοπλόκοι μας μέ τό τραγουδάκι πού tc σκάρωσαν -στό « Αντρον τών Νυμφών», τόν « Απόλλωνα» κ τόν κήπο τών «Ίλισίδων Μουσών». Έκε! ξένες σειρήν* ξελόγιαζαν τούς θαμώνες μέ τά πικάντικα άστεΐα τους καί τοι χορούς των, όπου κυριαρχούσε ένα πενιχρό «κάν-κάν», που ξεσήκωνε ώστόσο φρενίτιδα ένθουσιασμού στούς συμπολίτη μας πού τό μάτι τους έκανε «κρά» γιά νά δούν γάμπα.
Ποίο ήτο τό ρεπερτόριο τότε τών θεάτρων μας; ό Ούΐγο όπως έλεγαν τόν Ούγκώ, ό Σαιξπήρος, ό Σίλλερ, ό Μολιέρος κ τά φουστανελλοφορούντα δράματα καί κωμειδύλλια: «Γκόλφα: «Μαρία Πενταγιώτισσα», «Τοϋ Κουτρούλη ό γάμος», «Τότζιώτιι ραβαΐσι», ή «Βαβυλωνία» καί άρκετά τοϋ γαλλικοΰ δραματολο’ ου, όπως ή σπαραξικάρδιος έκείνη «”Αγνωστος» τοΰ Μπισόν, ή δακρύβρεκτος «Γενοβέφα» τό «Ψάθινο καπέλλο» τοΰ Λαμπίς καί άλλα. Μία άπόπειρα νά παιχθή καί ό «’ Επιθεωρητής» τοϋ Γκόγκολ έστάθη άτυχής, διότι οί κριιτκοί εύρήκαν τό έργον παιδαριώδες καί τόν συγγραφέα του νερόβραστον!
Τό καλλιτεχνικώτερο όμως καί κοσμικώτερο γεγονός τοΰ 19ου αιώνος ήταν ή άναβίβασις της «Φαύστας» τοΰ Βερναρδάκη, πού ήτανε μία τραγωδία μέ «μεγαλοπρέπεια καί ομορφιά» καί μιλοΰσε στήν ψυχή τοϋ κόσμου, διότι διεδραματίζετο στήν Βασιλίδα τών πόλεων πού άποτελοϋσε τήν συνισταμένη των πόθων ολοκλήρου τοΰ έλληνισμοϋ. Τήν πρωτόπαιξε ή Αικατερίνη Βερώνη μέ τόν θίασο Ταβουλάρη καί τήν έπομένη -τότε δέν ύπήρχε ό νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας- ή άλλη «Μεγάλη» της σκηνής, ή Εύαγγελία Παρασκευοπούλου μέ τόν θίασο Δ. Κοτοπούλη. Ή Αθήνα χωρίσθηκε τότε σέ δύο άντιμαχόμενα στρατόπεδα καί μόνο ή έπέμβασι τής άστυνομίας άπεσόβησε τά έκτροπα. Διά τήν ίστορίαν άναφέρω πώς είχε γραφή σέ αύστηρή καθαρεύουσα, στοιχείον πού ένεθουσίασε περισσότερο τούς λογιώτατους σέ τέτοιο σημείο, ώστε ό είαγγελεύς νά πετάξη «έμπλεως χαράς» τό καπέλλο του όταν έπεσε ή αύλαία κραυγάζων: «Δόξα σοι ό Θεός! Ακούω άσπιλον καί άμόλυντον τήν γλώσσα ν τών ένδοξων καί άοιδίμων προγόνων»! Μέ τήν τραγωδίαν αύτήν έχω καί έγώ κάποιο περιστατικό. Μιά σπαγγοραμμένη θεία μου άντί νά μοΰ φέρη καραμέλλες, πιτσιρίκος καθώς ήμουνα, κάθε φορά πού ήρχετο σπίτι μοΰ έταζε πώς θά πάμε νά τήν δοΰμε στό θέατρο μέ τήν Παρασκευοπούλου. Τήν μεγάλη όμως αύτή τραγωδό έπέπρωτο νά τήν δώ μόνο στό φέρετρο…
Μέχρι τότε κανείς δέν μιλούσε γιά έπιθεώρησι. Πρώτος γράφει στήν «Ιστορία τοΰ Νέου Ελληνικού Θεάτρου» ό κ. Γιάννης Σιδέρης, κάνει μνεία γι’ αύτήν ό “Αγγελος Βλάχος. Τήν είδε νά παίζεται στήν Εύρώπη καί στόν πρόλογο του τών «Κωμωδιών» τής ρίχνεται. «Δέν θεωρώ, λέγει, άξια μνήμης τ’ άποφώλια έκεΐνα δραματικά προϊόντα άτινα κατακλύζουσι σήμερον τάς σκηνάς τής έσπερίας ύπό τό όνομα «Ρεβύ». Είναι περίεργο πώς ένας άνθρωπος τόσον καλλιεργημένος καί τόσον οξυδερκής όπως αύτός, δέν άντελήφθη τό μήνυμα τής νέας αύτής σκηνικής μορφής πού τής έμελλε νά συνδεθή τόσο πολύ μέ τό θέατρο μας.
Πράγματι, έπειτ’ άπό μερικές άνάξιες λόγου παραστάσεις, ή πρώτη ‘Αθηναϊκή έπιθεώρησις, τό «Λίγα άπ’ όλα» τοΰ Μ.Λάμπρου μέ μουσική τοϋ I. Καίσαρη βλέπει τά φώτα της ράμπας, τό βράδυ της 30 Αύγούοτου 1894. Θρίαμβος.’ Ο κόσμος πού είχε κατακλύσει τό «Θέατρο Κωμωδιών», όπου παίχθηκε, έχειροκρό- τησε μέ τήν καρδιά του τήν παράστασι. Οί κριτικοί τά έχασαν. «Δέν είναι κωμωδία ή κωμειδύλλιον, άλλά μία έπιθεώρησις τοΰ έτους, διακωμωδεί τά πολιτικά, δημοτικά και καλλιτεχνικά γεγονότα» γράφει ή «Έφημερίς». Τό έργο είχε μίαν βραδύτητα κι έμοιαζε πολύ μέ τήν ιταλική έπιθεώρησι «Γκράν βία», πού τόν προηγούμενο χειμώνα στόϊδιο θέατρο είχε διδάξει ξένος θίασος. Μέλη τοϋ θιάσου πού έπαιξε τό «Λίγο άπ’ όλα», ήσαν οί Α. Ραγκαβής, Π. Λαζαρίδης, ‘Ελένη Χέλμη, Δ. Κοτοπούλης, Μ. Πομόνη, ‘Ελένη Κοτοπούλη, Νίκα, Άνδρ. Φιλιππίδης κ.λπ.
Έπηκολούθησαν τό «”Επεσε» τοϋ Ν. Κοτσελόπουλου, τό «Πρώτο πϋρ», πάλι τοΰ Λάμπρου, τό « Ανω κάτω» τοϋ ίδιου, τό «’Απ’ όλα δι’ όλα» τοϋ Πέτρου Γιάνναρου, οί « Ολυμπιακοί Αγώνες» τοϋ Καλαποθάκη και άλλες. Έκτοτε ή έπιθεώρησις έπολιτογραφήθη καί έδώ. Δέν είχε βέβαια ώς πρωταρχικόν της στοιχείο τήν φαντασμαγορία όπως συνέβαινε στήν Εύρώπη, άλλά τό πνεύμα καί τήν σπιρτόζα σάτιρα, ή όποια, όπως έλεγε καί ό Πολ. Δημητρακόπουλος, «ύπήρξε πάντοτε ή άκριβεστέρα άναλυ- τική είκών τών κακώς κειμένων άπογυμνώνει πολλά φαινόμενα άπό τήν εύάρεστον αύτήν όψιν συνηθέστατα άπατηλήν καί έπίπλαστον καί καταδεικνύει τά τρωτά αύτών…».
‘ Η άνθησι όμως τής έπιθεωρήσεως άρχισε άπό τό 1907. Τότε ό Μπάμπης “Αννινος καί ό Γιώργος Τσοκόπουλος άπό «κοινού συμφέροντος κινούμενοι» στά γραφεία τοϋ «Νέου “Αστεως», τοϋ όποιου ό δεύτερος ήτο άρχισυντάκτης άπεφάσισαν νά γράψουν μιά έπιθεώρησι. Τήν πρώτη πράξι τήν έγραφε ό πρώτος, τήν δεύτερη ό Τσοκόπουλος καί τήν τρίτη άμφότεροι. Τήν μουσική τήν συνέθεσε ό Θεόφραστος Σακελλαρίδης, πού πρωτόπαιξε τά έννέα τραγουδάκια τοΰ έργου στό πιάνο στό σπίτι τοϋ Τσακοπούλου. Γιά τόν τίτλο της έπροτάθησαν πολλά ονόματα καί άπερρίφθησαν τό ένα μετά τό άλλο. Τέλος τήν έτιτλοφόρησαν «Παναθήναια» καί τήν παρουσίασαν μέ τόν μεγάλο κωμικό Σαγιώρ τόν Ιούνιο τοΰ ϊδιου χρόνου στό θέατρο «Νέα Σκηνή», στήν ‘Ομόνοια, μετέπειτα «Κοτοπούλη».
‘ Η πρεμιέρα συγκέντρωσε πλήθος πυκνό άλλά έπιφυλακτικό. ‘ Η έπιτυχία όμως ήτο άφάνταστη.
‘ Ο Σαγιώρ ώς Ζακυνθινός μπενεστάντες έκανε τόν κόσμο νά σπαρταρίση άπό τά γέλια. ‘ Η Ροζαλία Νίκα έδειξε όλη τήν χάρι της καί έμάγευσε μέ τήν γλυκειά φωνή της, ή Μελπομένι Κόλλυβα καί ό Μ. Κοφινιώτης έκαναν δειλά άλλά θριαμβευτικά τ< ντεμπουτάρισμά τους. ΟΙ άοεβείς συγγραφείς άνέβασαν έί σκηνής ολόκληρο τό ύπουργικό συμβούλιο μέ τόν κόντε Θεοτόκι έπί κεφαλής, πού ώς τόσο έχειροκρότησε άπό τό θεωρείο του kc ό ύπουργός τών ‘ Εξωτερικών Σκουζές έποζάρισε μιά στιγμή γι νά τόν άπομιμηθή καλύτερα ό μακαρίτης Μαρίκος.
Οί εισπράξεις έφθασαν τίς 1100 δραχμές, ποσό άστρονομικό – άν σκεφθή κανείς πώς μιά καλομαγειρεμένη έντράδα στή διπλανή «”Ηβη» έστοίχιζε τότε είκοσι λεπτά κι ένα κοστούι. ρούχα στ’ άριστοκρατικά ραφτάδικα τής όδοϋ ‘Αθηνάς 15-2 δραχμές. Τήν άλλη μέρα οί κριτικοί προεμάντευσαν τήν άποτυχ αν της καί τά «Παναθήναια» στό πείσμα τους έκαναν 3 παραστάσεις. Τότε ό κομφουκιστής καθηγητής κ. Ίβος έκάλεσ τόν Τσοκόπουλον σέ μονομαχία διότι έθεώρησε πώς κάποι σκηνή τού έργου τόν έθιγε.
Τόν έπόμενο χρόνο ή έπιτυχία τών νέων «Παναθηναίων ύπήρξε μεγαλυτέρα τού πρώτου. Σ’ αυτά συμμετείχε μέ τ πολύμορφο ταλέντο της καί ή μεγάλη τραγωδός μας, ή Μαρίκ Κοτοπούλη. ‘ Η ϊδια έπιτυχία έσημειώθη τό τρίτο καί τό τέταρτ έτος όπότε τόν Σαγιώρ άντικατέστησεν ένας νέος Κερκυραίο ήθοποιός, ό Τηλέμαχος Λεπενιώτης, πού έκτοτε έξειλίχθη σ ένα από τά δυναμικώτερα κωμικά ταλέντα μας.
Τό 1908, στόν στίβο τής έπιθεωρήσεως κατέρχεται καί ό Γ\ο) Δημητρακόπουλος πού παρουσιάζει τόν «Κινηματογράφο». Το 1910, βλέπουν τό φώς τό έτήσιο «Πανόραμα» τοϋ Τίμο Μωραϊτίνη, ό «Παπαγάλος» τοϋ ‘Αντώνη Βώττη, ό «Πειρασμός τού Αιμιλίου Δραγάτση, τό «Άποκρηάτικα Καμπαρέ» τού ΔημΓ τρακοπούλου καί οί λαϊκές ρεβύ «Σκούπα» τού Ζάχου Θάνο στού «Λαού» στό Μεταξουργείο καί τό «Α.Ο.Δ.Ο.» στό θεατράι τού Θησείου, πού άνήκε σέ κάποιον Φαρέα.
“Ολα αύτά τά έργα διεκρίνοντο γιά τήν «ποιότητά» τους, τ δροσερό καί άβίαστο χιούμορ, τήν έπικαιρότητα, τόν λυρισμό κ< έκεΐνες τοϋ Βώττη γιά τό κομψό τους «στύλ».
Θ’ αποτελούσε παράλειψη άν δέν άναφέραμε τούς συντελεστές όλων αύτών τών έπιτυχιών: “Ησαν ή Μαρίκα Κοτοπούλη, μπριόζα καί άφθαστη καρατερίστα μας Μαρίκα Μαντινειοΰ, πο όμοιά της δέν ξαναεϊδε τό θέατρο, ή Ροζαλία Νίκα, ή “Ελσ “Ενκελ, Ελένη Φύρστ, Ανθή Μηλιάδου, Κατίνα Δρακοπούλοι τά Καντιωτάκια, ό Μ. Κοφινιώτης, ό άλησμόνητος Γονίδης, ό l·
Μηλιάδης, ό Λεπενιώτης, ή Μαίρη Φλερύ, ή Μαρία Κούρμη, ή Γιώτα Λάσκαρη, πού κάθε της εμφάνιση συνήρπαζε τό κοινό μέ τήν ομορφιά της καί τήν διαβολεμένη της τσαχπινιά, ό Μ. Φιλιππίδης, ό Μ. Μυράτ, ή “Ολ. Νέζερ, ή “Ολ. Καντιώτου, ή ‘ Αθ. Μουστάκα, ή περίφημη ρομαντσιέρα Σωτηρία Ίατρίδου πού τραγουδούσε πάντα «σότο-βότσε» καί έμάγευε τό άκροατήριό της μέ τό πηγαίο της αϊσθημα καί τήν οποίαν ό κομπέρ παρουσιάζει στό κοινό μέ τούς στίχους:
«Καί μέσ’ στά τόσα άστεΐα μας τά άνοστα καί κρύα μας έσύ είσαι ή Σωτηρία μας!».
‘ Ο Πέτρος Κυριάκος, ή Ζαζά Μπριλλάντη, ή Μαρίκα Καψάνη, ή άεράτη καί τόσο σικάτη ‘ Ιταλίδα, ή Λίζα Μπονέλλι, καί τόσες καί τόσοι άλλοι.
‘Από τίς έπιθεωρήσεις αύτές άφησαν έποχή οί «Φίφτυ-του». ” Ο Δημητρακόπουλος έσατίρισε στό νούμερο του αύτό τούς 52 ‘Αθηναίους, ψευτοαριστοκράτες πού άπετέλεσαν ένα όμιλον, πού είχε διακόψει κάθε σχέσι μέ τήν «Πλεμπάγια». Παραθέτω μερικούς σπαρταριστούς στίχους του:
«Πώ! Πώ! τί πγοστικιά καί τί κακό!
πάμε στήν Κική καί στόν Κοκό
μ’ αύτοκίνητα καί τραίνα
σέ σαλόνια μυρωμένα.
Άλόνζ-άνφάν-‘ Αλόνζ-άνφάν ντέ λά πατρί
Φαιζόν άνσάμπλ, φαιζόν άνσάμπλ ίν φατρί.
Τί μέ μέλλει άν ό μπαμπάκας
ήτανε γκαμέν της Πλάκας
κι ώς τά χθές φορούσε βρώμικο βρακί
Ε σί μαμά φαιζαίν μπουγά (ώ πλυσταριέν)
σά μ’ έτεγκάλ, σά μ’ έτεγκάλ, ζέ, ν’ αν σαι ριέν.
Νά ξεπλυθής άπ’ της σαρδέλλας τήν όντέρ
καί νά περνάς μαζί μέ τούς άμπασαντέρ…».
“Αλλο περίφημο νούμερο ήταν ή «Νέα γυναίκα» πού τό κρεάρησε ή Μαρίκα. Φορούσε φράκο, ψηλό καπέλλο, κρατούσε στό ένα της χέρι ένα κομψό μπαστούνι μ’ άσημένια χειρολαβή κι έκάπνιζε τό τσιγαράκι της μέ πίπα. Σατίριζε τό ομώνυμο έργο της φεμινίστριας Καλλιρρόης Παρέν καί τραγουδούσε: «’ Εγώ είμαι ή νέα γυναίκα , πού θά ψηφίζω καί θά καπνίζω ή κάθε μας άξίζει γιά δέκα δέν δίνω γι’ άντρα έναν παρά!».
“Αρεσε έπίσης καί ή σάτιρα μιάς άνθοπώλισσας, της Κούλας, πού διέπρεψε κατόπιν στήν ‘ Αθήνα ώς «πούλ ντέ λύξ».’ Η Ρεζάν πού τήν ύπεδύετο έλεγε τότε τούς στίχους: «Κούλα έδώ κι έκείθε Κούλα καί θά γίνω άρτίστα καί θά (παίρνω άρζάν) Μέ τήν πρίμα βίστα όπως ή (Ρεζάν) Καί θά παρασταίνω μέ χωρίς φωνή όπως ή Μπονέλλι έπί τοϋ (πανί!)».
‘ Αλησμόνητες έμειναν έπίσης καί οί δυωδίες τοϋ Τζανέττου- Γονίδη καί τής Ματίνας Μαντινειοΰ:
Καί άν παράς μάς λείψη δέν είναι συμφορά Θά ζούμε δίχως θλίψι Θά ζούμε μέ χαρά Θά λάμπω έγώ μέ χάρι μέσα στό ρημαδιό καί θάχω γιά λυχνάρι τά μάτια σου τά δυό!
‘ Εξαιρετικά χαριτωμένη ήτο καί ή διακωμώδησις τοϋ κύματος τής έπιδράσεως τής γαλλικής γλώσσης πού είχε κατακλύσει τό 1910 τήν χώρα. “Ολοι έθεώρουν ύποχρέωσί τους νά διαβάζουν στούς ήσυχους τότε ‘ Αθηναϊκούς δρόμους ‘ Ονέ, Μυσσέ καί Σία. Τό λεξικό τοϋ Λαρούς είχε καί τήν πρώτη κυκλοφορία. Οί έπιθεωρησιογράφοι μας λοιπόν παρουσίαζαν ένα εύσταλή τσολιά στή σκηνή, πού μέ αίκισμούς καί χαζομειδιάματα τραγουδούσε μέ ρουμελιώτικη προφορά τό «” Εβγα Γκόλφω στό βουνό.” Εχω λόγο νά σοϋ πώ…» ώς άκολούθως:
«Γκόλφο σόρ σύρ λά κολίν ζέ κέλα σόζ ά τέ ντίρ πόρ λέ ντίρ ά τόν πέρ έ λουί μπρυλέ σάν κέρ…»,
ένώ συγχρόνως σκούπιζε μέ τό μαντήλι τήν μύτη καί τις φούντες των τσαρουχιών του!
* Εκεί όμως πού γινότανε κοσμοθαλασσιά ήταν τά «Πολεμικά Παναθήναια». Νωπές ήσαν οί δάφνες τής έποποιΐας τοϋ 12-13, γι’ αύτό όταν ό κομπέρ άπήγγειλε συνοδεία κιθάρας τούς στίχους:
«Ό Κώτσος μας στήν “Ηπειρο ξεκίνησε καί φτάνει – γειά σας μωρέ φαντάροι! – τά Γιάννενα νά πάρη.
Κτυπάν οί κανονιέρηδες καί πέφτει τό Μπιζάνι καί γίνεται ντιβάνι.
Τό Σαραντάπορο άστραψε τά Γιανιτσά καήκαν
Καί πρώτα τά εύζωνάκια μας στή Σαλονίκη μπήκαν
Καί τσακώσανε λεφοϋσι
νά θαυμάζη όποιος τ’ άκούση
καί πασάδες καί παπάδες
καί Όβρηούς καί μαστραπάδες!»,
καιγότανε τό πελεκούδι. Σάν ένας άνθρωπος οί θεαταί όρθοι καί δακρυσμένοι βροντοφωνοϋσαν «Στήν Πόλη!», «Στήν Πόλη» Κάποιο βράδυ μάλιστα πού παρακολουθούσε τήν παράστασι c Πρϊγκιψ Γεώργιος, τότε ή συγκίνησι καί οί ζητωκραυγές ξεσήκωσαν άπό τήν διπλανή μπύρα, τήν «”Ηβη», πού έπαιρνε τήν μπύρα του, τόν στρατηγό της χωροφυλακής Ζυμβρακάκη πού φοβήθηκε πώς έγινε έπανάστασις. Αλησμόνητα, εύτυχισμένα καί ένδοξο χρόνια…
*
‘ Ο Σπύρος Τριχάς μέ τό πληθωρικό του ταλέντο, ύποδυόμενος ένα ήθοποιό, είρωνεύετο τό «Βασιλικό Θέατρο» πού άνοιξε μέ έπαγγελίες κι έκλεισε μέ άπαγγελίες!
“Ω πλήξις καί άνία νά χάσω τόν λουφέ! τώρα στήν Γορτυνία βαρύν-γλυκόν καφέ. Ψόφησε κι ό Οιδίπους μέ στεναγμό βαθύ πού δέν θά μείνη δίπους νά μήν τόν θυμηθή. Πάνε καί τά ταξίδια κι ή ένδοξη τουρνέ κι έπέσατε στά ‘ίδια στόν ϊδιο καφενέ ώ ναι! ώ ναι!
Κλαύσατε πρό των δρύινων καί κλεισμένων τών θυρών έγεννήθη γηραλέον καί άπέθανε μωρόν!
‘ Αναφέρω τελευταίο καί τήν «Λίνα Καβαλιέρι», ένα πνευματω- δέοτατο νούμερο από τό «Καμπαρέ» τοϋ 1918. Τό ύπεδύετο ό “Αγγελος Χρυσομάλλης, πού ένεφανίζετο στή σκηνή ντυμένος γυναικεία, μιμούμενος τήν περίφημη άλλοτε διά τήν καλλονήν της καλλιτέχνιδα, πού ήλθε στήν Αθήνα σταφιδιασμένη: Εμαι ή Καβαλιέρι ή Λίνα Λά φαμέζ μποτέ είμαι ή Λίνα ή κάβα., λίνα πού δέν θά γεράσω έγώ ποτέ… Ντεπυΐ κέ μά γκόρζ έ, τομπέ φροντίζω νάχω έραστή κάθε μπεμπέ μά κι άν μέ λένε καί γρηάν άθελα είμαι μπόν πούρ λ’ οριάν».
Τήν έπιθεώρησι τήν ύπηρέτησαν πιστά καί μ’ έπιτυχία τά τελευταία χρόνια οί κ.κ. Δημήτρης Γιαννουκάκης, Άλ. Σακελλά- ριος, Χρ. καί Γ. Γιαννακόπουλος, Παν. Παπαδούκας, Άσημακό- πουλος, Χρονόπουλος καί πολλοί άκόμη άλλοι.
…’Από τήν παλαιά όμως φρουρά τών ήρωϊκών της χρόνων, πού τά σημερινά φαντασμαγορικά ντεκόρ καί τά καταπληκτικά φωτιστικέ έφφέ τ’ άντικαθιστοϋσαν φτωχικά ήλεκτρικά λαμπιόνια καί μουσαμαδένιες κακότεχνες σκηνογραφίες, οί περισσότεροι έκαναν τό «μεγάλο ταξίδι» κι όσοι ζοϋν άκόμη περιφέρονται άγνωστοι μεταξύ άγνώστων σέ μιά κακόγουστη ‘ Αθήνα, ρυτιδωμένα άπό τόν πανδαμάτορα χρόνο πρόσωπα καί χείλη φαρμακωμένα άπό τή μιζέρια καί τήν έξαθλίωσι! Τό έλαφρό θέατρο, άσπλαγχνο όπως πάντα, τούς λησμόνησε καί χαρίζει τις δάφνες καί τά χαμόγελά του, σάν άστατος έραστής, μόνο στά νειάτα!
Poly endiaferon to post!!