Αποφάσισα να μαζέψω όσο νου μου απέμεινε και να φύγω. Μακριά σου.
Όσο μυαλό μου άφησαν τα ξενύχτια μου μαζί σου, όση συνείδηση μου άφησε η παρανομία κι η κρυφή ζωή μας, τα παίρνω και φεύγω. Δεν παίρνω την αξιοπρέπειά μου να φύγω. Ξέχασα την λέξη, βλέπεις.
Σου είχα πει. Δεν αντέχεσαι. Νόμιζες οτι αστειευόμουν. Ούτε εγώ δεν σε άντεξα. Ούτε εγώ δεν άντεξα την διαρκή σου απουσία από την ζωή μου, από το κρεβάτι μου, τον ανεξήγητο θυμό που σου προκαλούσαν οι κινήσεις και τα λόγια μου.
Δεν μου είχες τάξει κάτι, δεν μου υποσχέθηκες τίποτα, το ξέρω. Ήσουν εντάξει σε όλα σου. Εγώ φταίω που αφέθηκα στα χέρια σου. Έπρεπε να κρατήσω κι ένα κομμάτι μου για μένα, όπως κάνουν όλες, όπως έκανα πάντα κι εγώ. Αλλά με σένα είπα να παίξω τίμια και ντόμπρα, κι όπου βγεί. Ούτε διπλά ούτε τριπλά ταμπλό. Μόνο μαζί σου. Με ανοιχτά χαρτιά έπαιξα κι έχασα. Δεν έχασα εσένα. Δεν σε είχα ποτέ, και τό ξερα από το πρώτο εκείνο βράδυ. Εμένα έχασα. Με ξέχασα κάπου, σε κάποια παραλία, στην αγκαλιά σου και μέσα στο μπουφάν σου. Και δεν θέλω ποτέ να πάρω πίσω αυτά που έζησα μαζί σου.
Με ρωτάς αν μετανιώνω; Αν με ρωτάς, θα σου πω πως θα το ξανάκανα από την αρχή με τον ίδιο τρόπο σε κάθε ζωή που θα γυρνούσα πίσω. Λάθος δεν έκανα με σένα. Με μένα έκανα. Πίστεψα πως θα αντέξω. Αλλά δεν τα κατάφερα τελικά να φτάσω ως το τέρμα. Ποιο ήταν το τέρμα; Μα αυτό που θα όριζες εσύ, σαν κυρίαρχος στη ζωή μου. Λιποψύχησα. Έσπασα, δεν λύγισα.
Συγγνώμη.
Δεν θα σε ξαναψάξω, δεν θα σου ξαναγίνω βάρος, φόρτωμα υποχρέωση, όπως είχες αρχίσει να λές. Δεν θα ξαναέχω απαιτήσεις. Παρακλήσεις ήταν, αλλά δεν έχεις μάτια να το δεις.
Αν θελήσεις, ψάξε με. Κουράστηκα να σε ψάχνω σε αναμνήσεις από καλοκαίρια και χειμώνες.
Μπορεί να ξαναβρείς εκείνα τα μάτια που σου τράβηξαν την προσοχή, εκείνη την ματιά που σου άρεσε κάποτε. Αλλά τι λέω… Και τρόπο που σε κοιτώ έχεις φροντίσει να ξεχάσεις.
Γειά σου. “Αντίο” δεν μπορώ να σου πω εγώ. Δεν βγαίνει από το χείλη μου, ούτε μπορεί να το γράψει το χέρι μου σε κανένα χαρτί, σε κανένα πληκτρολόγιο.
Να προσέχεις. Τα λέμε.
Η Δική σου Άρτεμις.