Φάσκεις κι αντιφάσκεις.
Μια ζωή, φάσκεις κι αντιφάσκεις.
Όταν είσαι παιδί λες “Αχ, να μεγαλώσω”.
Μεγαλώνεις και λες “Αχ, να ‘μουν ξανά παιδί!”
Στα δώδεκα, υπόσχεσαι στη μάνα σου: “Δε θα βάλω ποτέ τσιγάρο στο στόμα μου”.
Χρόνια μετά, κάποιες βραδιές, είναι το μόνο πράγμα που καίγεται για σένα.
Υπόσχεσαι δε θα μπλέξω με «κακές» παρέες.
Αυτές είναι που τελικά θα σου χαρίσουν αργότερα τις πιο δυνατές σου εμπειρίες.
Περιμένεις τα 18 για να γίνεις άντρας.
Γίνεσαι 18, 28, 40 και είσαι ακόμα παιδί. Μόνο το σώμα σου μεγαλώνει.
Ερωτεύεσαι. Μία νέα μικρή ζωή, μέσα στη ζωή σου. Σε αγαπώ, Για πάντα μαζί, Πού ήσουν;
Μη μου μιλάς, Φεύγω, Μού λειψες, Τι θες; Δεν σ’ αγαπώ πια, Άντε γαμήσου, Χωρίζουμε, Μη φεύγεις, Τέλος!
Και μετά ο χωρισμός, ένας μικρός θάνατος, που πρέπει να αντέξεις. Και να αναστηθείς.
Δεν θα ξαναερωτευτώ. Δεν θα ξαναγαπήσω. Και μετά, ξανακάνεις τα ίδια.
Τους ήρωες και τα είδωλα που κάποτε σε ενθουσίαζαν, τα απομυθοποιείς.
Τα «ποτέ» σου τα αρνείσαι ένα-ένα. Όλα ανεξαιρέτως.
Οι γονείς σου, που κάποτε λάτρευες και δεν μπορούσες στιγμή χωρίς αυτούς, τώρα σε κουράζουν και δε μπορείς τις ερωτήσεις τους.
Στα παιδιά σου κάνεις τα ίδια λάθη που έκαναν οι δικοί σου, ενώ έλεγες «Εγώ; Ποτέ!».
Κάνεις απολογισμούς μεγαλώνοντας και λες δεν μετανιώνω για τίποτα,
“Έμαθα απ’ τα λάθη μου”, λες. Μπούρδες, τίποτα δεν έμαθες.
Στάσεις, αντιστάσεις.
Δράσεις, αντιδράσεις.
Παράλληλα, αντίθετα.
Πάλι, αντίπαλοι
Μαζί, αντίκρυ.
Σ’ αγαπώ, αντίο.
Και μετά γερνάς, εσύ που έλεγες, ότι θα μείνεις για πάντα νέος.
Και μετά πεθαίνεις, εσύ που ήθελες να ζήσεις για πάντα.
Κρίμα. Δεν κρατάς το λόγο σου ποτέ.