Λοιπόν το σήμερον θα σας πω μια ιστορία αλλιώτικη να ουμ. Μια ιστορία που ζήσαμε με την παρέα μου εις τας Ευρώπας. Άμστερνταμ και Βερολίνο θα τους παίξουμε κλαρίνο. Για πάμε.
Θα παρακάμψω το Βερολίνο για αρχή γιατί έτσι και θα επικεντρωθώ σε αυτό το Ολλανδικό σίχαμα, την πόλη των χειρότερων. Θα καταλάβετε αργότερα γιατί τους τα χώνω. Και δεν είναι εντυπώσεις της μιας βραδιάς. Όχι δε μιλώ για μια νύχτα εγώ. Τρείς μέρες κάτσαμε. Είπαμε λοιπόν, δεν πάμε κι από κεί να δούμε τι στο καλό είναι κι αυτό το Άμστερνταμ που όλοι πήγαν και όλοι γύρισαν ενθουσιασμένοι. Που να ξέραμε…
Ξεκινάμε το ταξιδάκι που λέτε, roadtrip με το αυτοκίνητο της φίλης μας της Εβελίνας από Βερολίνο για Άμστερνταμ. Απόσταση; 600 χιλιομετράκια και κάτι ψιλά. Πταίσμα. Πρωί με την αυγούλα χαρούμενα ξυπνώ και κάνω προσευχούλα ψηλά στον ουρανό. Προσευχή για να φτάσουμε, γιατί όσο να ναι με το Χρηστάρα μια ανησυχία την έχεις.
Μπουκάρουμε στο Corsακι της 5 άτομα εφοδιασμένα με νερό, ψωμάκια, ζαμπόν, τυρί, μισό γουρουνόπουλο, ένα βαρέλι μπύρα κλπ να φτιάξουμε κάνα κολατσιόν home made, γιατί έχουμε μυριστεί τη δουλειά, ότι στη διαδρομή αν σταματάγαμε σε κανένα εστιατόριο, τα Αουφίντερζεν θα μας έσκιζαν. Και ορθώς το φανταστήκαμε. Σταματήσαμε στον Λεβέντη Γερμανίας που φυσικά δεν ήταν καθόλου λεβέντης, γιατί η τιμή του λουκάνικου ήταν, πως να σας το πω, πρώτα να σας το βάλουμε από πίσω και μετά να το φάτε. Συν ότι το κατούρημα στην τουαλέτα είχε μισόευρω. Ναι καλά που θα τους τα δίναμε. Κάναμε τη λεβεντιά και πήγαμε σε δεντράκι απ΄ όξω να τινάξουμε τις μαλαπέρδες μας στην Γερμανική ύπαιθρο. Με τις υγείες μας.
Καταλάβατε. Τα Τζέρμανς δεν άφηναν να πέσει κάτω 5λεπτο. Οπως βέβαια και οι Τουλίπες. Τους λείπαν λεφτά. Τα άνθρωπα είναι έμπορες και εδώ μου φύγε και μια ιστορική απορία που είχα, γιατί είχαν φάει τέτοιο κόλλημα με τους Εβραίους εξαπανέκαθεν. Μου λύθηκε. Ήθελαν την πρωτιά στη χρηματοαφαίμαξη. Τα βλέπετε και τώρα μην σας τα εξηγώ. Τες πα λέμε ας πάει στο καλό η Ντόιτσλαντ, πάμε πιο βόρεια να επισκεφτούμε τους απελευθερωμένους Ολλανδούς. Για να δούμε. Και φτάσαμε.
Με το που φτάνουμε σύνορα εντυπωσιαστήκαμε. Ποιά σύνορα; Δεν υπάρχουν σύνορα. Μπάτε σκύλοι αλέστε. Ένας δρόμος διπλός από την Αττική οδό ορθάνοιχτος μας καλωσορίζει στην Ολλανδία. Ούτε σκοπιές ούτε περιφράγματα ούτε τίποτα. Ρε γαμώ την τρέλα μου, αρχίζω και τα παίρνω που έφαγα τα νιάτα μου σε μια σκοπιά στο τριεθνές το 95, να κάνω Γερμανικά νούμερα παρέα με τους Τούρκους. Η ζωή όμως έτσι τα φερε να μην είμαι Γερμανός. Τι να κάνεις. Θα ζήσω με αυτόν τον καημό…
Και με οδηγό το αγαπημένο μας Ναβιγκειτορ, φτάνουμε στο Άμστερνταμ κατά τις 11 το βράδυ. Χωρίς να χουμε κλείσει δωμάτια. Πανέξυπνο ε; Άλλα αφού δεν έχουμε δωμάτια ας βρούμε να παρκάρουμε. Ναι. Δωρεάν ούτε για δείγμα. Όλα με παρκόμετρο. Ε τι να περιμένεις από τους Εβραίους; Και λέμε ας είναι ρε παιδί μου, να πληρώσουμε. Αλλά πού; Τα παρκόμετρο λειτουργεί με κάρτα και η λέξη περίπτερο για τους Ολλανδούς είναι ανέκδοτο. Θες να αγιάσεις και δεν μπορείς. Μετά από 20λεπτη περιπλάνηση τελικά, βρίσκουμε μια άκρη να το αφήσουμε το αμαξάκιον σε ένα στενό κάπως πιο απόμερα μα μην αρπάξουμε κλήση με το καλημέρα. Που τη φάγαμε τελικά αλλά αργότερα. Τες πα πάμε να βρούμε δωμάτιο.
Τι δωμάτιο; Που; Μέσα σε μια πόλη σα χαμένοι, μεσάνυχτα, πεινασμένοι, πτώματα το πράγμα έδειχνε ότι πάει για περιπέτεια. Τελικά δεν βρίσκουμε τίποτα και λέμε άντε ας γυρίσουμε στο αμάξι να μην ψάχνουμε με τα πόδια. Κι εκεί αρχίζει η φρίκη.
Ο Χρηστάρας επιμένει να οδηγήσει χωρίς να ξέρει τίποτα με το ένστικτο του είμαι γέννημα θρέμμα Αμστερνταμιανός και θα τη βρώ την άκρη. Ε και ξεκινάει. Τι να πω. Ανάποδα σε δρόμους, πάνω στις γραμμές του τράμ. Κατέβασμα από πεζοδρόμια. Λέμε εντάξει. Το βρήκαμε που θα κοιμηθούμε σήμερα. Σε Ολλανδικό κελί. Τον κατεβάζουμε κάτω με συνοπτικές. Τη σκυτάλη παίρνει το άλλο ξαδερφάκι ο Κωστακης. Αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε συν ότι βρεθήκαμε εκτός Άμστερνταμ. Ξαναλλάζει ο οδηγός. Πάλι Χριστάκης. Εγώ δεν ανακατεύομαι, δε με συμφέρει. Και απολαμβάνω τη διαδρομή στο πίσω κάθισμα. Και τελικά είχαμε αποτέλεσμα! Ναι! Παρκάραμε στο ίδιο ακριβώς σημείο που είχαμε ξεκινήσει…
Οκ. Ασχετο. Από Βερολίνο είναι αυτή που κάναμε ότι μας χάλασε το αμάξι, γιατι δεν βρίσκαμε να παρκάρουμε για να δουμε τα αξιοθέατα. Ελληνάρες. Τες πα. Ας γυρίσουμε πίσω. Λέμε οκ. Γάμα το αμάξι. Ποδαράτο τώρα κι όπου βγει. Επειγόντως δωμάτιο. Και βγαίνουμε στη γύρα.
Βγαίνουμε που λέτε σε ένα δρόμο όπου τι να σας πω. Πως είναι η Ζήνωνος τα μεσάνυχτα; Τέτοια φάση. Πρεζάκια, πουτάνες και μαχαιροβγάλτες, μαύροι, μπλε, κίτρινοι όλοι εκεί. Ευρωπαϊκό συνέδριο φυλακόβιων. Μπουκάρουμε σε ένα πρακτορείο όπου τυπάκι ο επονομαζόμενος και γατομούστακος, προσφέρεται να μας βρει δωμάτιο. Μιλάμε για Το Σίχαμα. ΚινεζοΟλλανδός.
Μας βρίσκει ένα όπου ήταν χειρότερο από φυλάκιο στο Εβρο συν να το χαν κατουρήσει δυό κοπάδια σκύλοι. Υπέροχο. Τα κορίτσια δεν θέλουν με τίποτα. Ούτε κι εμείς. Πάμε να δούμε άλλο. Χειρότερο. Σα να πέθαναν μέσα 2 κοπάδια σκύλοι. Απογοήτευση. Τι να κάνουμε. Έχουμε αρχίσει και σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο να κοιμηθούμε στο αμάξι. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Η ώρα έχει φτάσει 2.30 το πρωί και με σύμμαχο την κούραση αρχίζουμε να γινόμαστε πιο διαλλακτικοί στους όρους διαπραγμάτευσης. Και αποφασίζουμε να μπούμε στο πρώτο Hostel που θα βρούμε και να μείνουμε, ασχέτως καταστάσεως. Ας ελπίσουμε να ναι καλό. Αλλά λέμε ας φάμε κάτι πρώτα.
Και μπαίνουμε σε ένα Αραβοσίχαμα φαστ φουντ το οποίο είχε μια τεράστια βιτρίνα πίτσες, οι οποίες έμοιαζαν σαν αυτά τα πεθαμένα πλαστικά φρούτα που έβαζαν παλιά οι γιαγιάδες μας στις φρουτιέρες. Αλλά πεινάγαμε τι να κάνουμε. Τα παιδιά λένε να πάρουν κάτι με γύρο μερίδα, η οποία παρεμπιπτόντως είχε και 8 ευρώ. Σιχάματα Ολλανδοί. Εγώ δεν θέλω ούτε να αναπνέω εκεί μέσα. Πατάτες τηγανιτές και να τις τηγανίσεις τώρα βρωμερέ Αραβοολλανδοεβραίε. Και τέλος πάντων ξεγελάσαμε την πείνα μας.
Φεύγουμε από κει και επιτέλους βρίσκουμε ένα Hostelακι. Μπαίνουμε στη ρεσεψιόν κι εκεί συναντούμε το άτομο για το οποίο ο Κωστάκης θα μιλάει για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Τον Ασιάτη.
Ο Ασιάτης που λέτε ήταν ρεσεψιονίστ του Hostel. Καραφλός σφίχτης με τατουάζ, σίγουρα πρώην μέλος της Yakuza, φιγούρα βγαλμένη από ταινία Ταραντίνο. Ο Κωστάκης έχει πάθει ένα σοκ με τον τυπάκο γιατί έχει την εντύπωση ότι τον στραβοκοιτάει καθώς και με το περιβάλλον που παραπέμπει σε μπουρδέλο Αφγανιστάν. Μας προσφέρει το δωματιάκι στην πολύ συμφέρουσα τιμή των 19 ευρώ το άτομο. Σιχάματα Ολλανδοί. Ε τι να κάνουμε ένεκα η ανάγκη, συμφωνούμε στη διαπραγμάτευση του μνημονίου και ανεβαίνουμε να αποθέσουμε.
Τι να αποθέσουμε, που αποθέσαμε την ψυχή μας πρώτα; Η διαδρομή προς το δωμάτιο είχε ως εξής. Ανεβαίνεις μια σκάλα γωνίας 90 μοιρών που χωράει μόνο νάνος και φτάνεις στον πρώτο όροφο. Εκεί κάνεις έναν ελιγμό και ανεβαίνεις δεύτερη σκάλα ίδια και χειρότερη για να βγείς στο διάδρομο των δωματίων. Ο διάδρομος ήταν πως βλέπεις στις ταινίες κάτι αεραγωγούς, που χώνεται ο Τζειμς Μποντ, κάτι τέτοιο σε άνεση. Αν ήσουν πάνω από 1.10 έσκυβες. Προχωράμε ευθεία. Κατεβαίνουμε 3 σκαλοπάτια. Πάμε δεξιά. Ανεβαίνουμε άλλα δυο. Στρίβουμε αριστερά. Μετά ευθεία. Κατεβαίνουμε άλλα δυο σκαλοπάτια και φτάσαμε. Θρίλερ. Μ έχει πιάσει κλειστοφοβία. Ο Κωστάκης δεν το συζητάω έχει πάθει παράκρουση. Και μπαίνουμε επιτέλους στο δωμάτιο. Ποιο δωμάτιο; Διάστασεων 2Χ5 με 3 διπλά κρεβάτια το ένα πάνω απ το άλλο στο τέρμα του πουθενά. Έχετε δει το Δωμάτιο Πανικού με τη Τζόντι; Πιο μικρό. Χριστέ μου. Αλλά τώρα πια επιστροφή δεν υπήρχε. Και 19 ευρώ το κεφάλι. Σιχάματα Ολλανδοί.
Να μην τα πολυλογώ η φάση είναι για θρίλερ. Την κατάσταση σώζει ένα παράθυρο που υπάρχει στο δωμάτιο και μπορείς με άνεση να πηδήξεις σε περίπτωση απόπειρας φόνου η οτιδήποτε άλλου. Ο Κωστάκης έχει μια ανησυχία Που μετατρέπεται αυτομάτως σε τρόμο όταν ανακαλύπτει ότι η πόρτα δεν κλειδώνει. Έχει φάει σκάλωμα με τον Ασιάτη ότι μπορεί να ρθει το βράδυ να μας καθαρίσει. Και του ‘χει κάτσει και κρεββάτι πρώτη πίστα στην πόρτα. Άτυχε Κωστάκη.
Ο Κωστάκης προσπαθεί να με πείσει ότι θα αρπάξει πρώτα εμένα αλλά δεν του κάνω τη χάρη και του προβάλλω επιχειρήματα ότι λόγω απόστασης και ευκολίας θα είναι ο πρώτος επιλαχών. Εκεί αρχίζει τις θεωρίες.
– Μαλάκες φαντάζεστε να ξυπνήσουμε το πρωί και να λείπει ένας; Ουχαχαχα
Τελικά όλες οι ανησυχίες κάμφθηκαν από την κούραση και πέφτουμε μισολιπόθυμοι στα κρεβάτια. Mission accomplished.
Ξημερώνει λοιπόν και το πρώτο πρωινό στο Άμστερνταμ ξεκινά. Αλλά πώς. Ξεκινά.; Ο Ασιάτης μπουκάρει μέσα στο δωμάτιο 10 το πρωι με κανα 2-3 μπράβους ακόμα για να σιγουρευτεί ότι δεν του ψειρίσαμε τίποτα. Εμείς νιώθουμε ότι είμαστε σε Γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και σε χρόνο DT μαζεύουμε και παίρνουμε πούλο. Το δωματιάκι μια χαρά του το αφήσαμε σώον και αβλαβές, αν εξαιρέσεις ότι ο Χρηστάρας κοιμήθηκε με κάτι σοκολατάκια στο χέρι και το πρωι ήταν σαν να έχεσε όλο το κρεββάτι. Ο Ασιάτης δεν είπε τίποτα. Τι θα χαν δει τα ματάκια του εκεί μέσα φαντάζεστε.
Στόχος πρώτος, να βρούμε άλλο δωμάτιο. Παπάρια. Πάμε για καφέ. Το αμαξάκι δεν το κουνάμε από κεί είναι και τίγκα στο χιόνι, πάμε ποδαράτο. Ε και μπαίνουμε μέσα στο καφέ. Έξω μιλάμε για πουτσόκρυο όχι αστεία. -5 έγραφε το σκορ. Και να μη θέλαμε να μπούμε, θα μπαίναμε. Ε τέλος πάντων, μπαίνουμε καθόμαστε και παίρνουμε τα καφεδάκια μας. Ο καφές ένα μαυροζούμι λες και έχεις αποστάξει κόκκαλα μαύρου σκύλου, που κοστίζει 4 ευρώ. Σιχάματα Ολλανδοί. Αλλά δε γαμείς, θέλουμε καφέ. Όλα ωραία όλα καλά εκεί μέσα, πάμε για δωμάτιο.
Και βρίσκουμε ένα τέλειο για τα δεδομένα της στιγμής. Κλαμπάκι στα δεξιά, βρωμοάραβας με φαλάφελ δεξιά, απέναντι coffeshop κι από πίσω πουτάνες. Τέλεια. Αποθέτουμε και βουρ για βολτίτσα.
Που να πάμε που να πάμε, ας πάμε λέμε να δούμε το περίφημο μουσείο Βαν Γκογκ. Αυτή τη μαλακία που μόλις βγαίνεις στο εξωτερικό τρέχεις να δείς σα μαλάκας τα μουσεία, ενώ στην πατρίδα σου δεν έχεις πατήσει το πόδι σου πουθενά, ακόμη να το καταλάβω. Μπα μάλλον ξέρω. Είμαστε βρωμοφιγουρατζήδες για αυτό. ”Πάτήστε μας λαικ που πήγαμε και στην πλατεια Wretqhwerhserminster” Η κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ε και πήγαμε.
Τι να σας πω. Η είσοδος κλασικά στα 15 ευρώ και λέμε, εντάξει, δε γαμείς πάλι. Μια φορά ήρθαμε εξωτερικό να μην πάμε; Ε και μπήκαμε. Και τι να δούμε. Όπως και σεις θα περιμέναμε να δούμε τα έργα του μισότρελου χωρίς αυτί. Αλλά έλα όμως που πετύχαμε το μουσείο σε ανακαίνιση και τα σιχάματα αντί για τα original έργα, είχαν τυπώσει αφίσες που τις κρέμασαν ολούθε στους τοίχους. Ε ναι σου λέει, τι μια φορά ήρθαν οι τουρίστες μας να τους απογοητεύσουμε; Να δούν κατι. Αλλά το 15ευρω, 15ευρω εκεί δεν πέφτουμε. Τι κι αν τους δείξαμε πόστερ; Στα Βαν Γκογκ μας. Πλερώστε. Σιχάματα Ολλανδοί. Καλοί μαλάκες είμαστε εμείς που τους αφήνουμε να μπούν στο Μουσείο της Ακρόπολης για μόλις 5. Ρε 500 θα πρεπε να δίνετε. Σιχάματα Ολλανδοί.
Τι να πεις. Έχετε καταλάβει κι από τις τελευταίες μέρες με τι φραγκοφονιάδες έχουμε να κάνουμε, αλλά αν δεν το δεις κι από κοντά δεν το πιάνεις. Ατυχής η εμπειρία. Μην πω ότι έχασα και τα συλλεκτικά γυαλάκια ηλίου μου που τα φύλαγα ως κόρην οφθαλμού εδώ και μια δεκαετία. Μέσα στο μουσείο. Κάποιος γλοιώδης Ντάινσεμπλουμ θα τα φοράει τώρα. Οϊμέ. Σιχάματα Ολλανδοι.
Επιστροφή στη βάση. Φοβερή χώρα η Ολλανδία. Πουτσόκρυο. Μπουκάρουμε κάθε 5 μέτρα σε μαγαζί με aircondition μπας και την παλέψουμε και δεν φτάσουμε παγοκολώνες στο Hostel. Βγαίνουμε σχετικά γρήγορα, γιατί οι Εβραίοι μαζεύονται σαν τους γύπες από πάνω σου για να τσιμπήσουν ευρουδάκια. Ρε τι ειν αυτοί; Ελεεινοί. Δεν θα σας πω τίποτα άλλο, δεν μάθαμε ούτε πως λέγεται η καλημέρα στα Ολλανδικά. Τέτοια αποστροφή.
Και φτάνουμε στο Hostelaaaki μας. Και με έκπληξη ανακαλύπτουμε ότι ο ρεσεψιονίστ της πρωινής βάρδιας τι ήταν; Ελληνάραααας. Βρε το παιδί μας. λέμε τα σχετικά για το πατρίδα, πάμε δωμάτια αλλά λέμε δεν ξανακατεβαίνουμε να αράξουμε λίγο στην ρεσεψιόν να φεισμπουκιάσουμε κι όλας που μας έλειψε εδώ στα ξένα; Φύγαμε
Και πάμε κάτω. Και τι να δούμε; Το ίντερνετ είναι free. Ω ρε φίλε. Απίστευτο.
Ναι σιγά μην ήταν. Ψαρώσατε ε; Ρε πάτε καλά. Είπαμε τα άνθρωπα είναι έμπορες. Πάει κ τέλειωσε. Μέχρι κ που ανασαίνεις πληρώνεις. Ναι κύριε μου τι νομίζεις. Εμείς κύριε τα φυτέψαμε τα δέντρα που κάνουν τη φωτοσύνθεση και παράγουν τη χλωροφύλλη και το οξυγόνο, πρέπει να πληρωθεί αυτό. Ε ναι, να πληρώσουμε. Σιχάματα Ολλανδοί.
Τες πα που λετε καθόμαστε στα ίντερνετς και μαλακιζόμαστε. Ο ελληνάρας ρεσεψιονίστ έχει τις καλές του μιας και του ρθε επίσκεψη πουτάνα από το διπλανό μπουρδέλο που ήταν ερωτευμένη μαζί του. Τι γλυκό! Αλλά γιατί; Εκεί το επάγγελμα δεν είναι διόλου επικριτέο. Όπως εσύ πας στο γραφείο σου και κάθεσαι στη καρέκλα, η κοπέλα πάει στο κρεβάτι της και κάθεται στο παλούκι. Παλούκι στο 8ωρο εσύ, παλούκι κι αυτή. Ποιά η διαφορά;
Και που χαμε μείνει; Α ναι στον Ελληνάρα. Που λέτε έχουμε πιάσει φιλικές σχέσεις και μιας και ήρθαμε από μακρυά θέλει να μας κεράσει κατιτίς. Μην ήταν καφές; Μην ήταν καραμέλες; Μην ήταν καμιά πίπα από τη φιλενάδα του; Οοοοχι. Ήθελε να μας κεράσει παραισθησιογόνα μανιτάρια. Χμ. Ναι.
Μπα ευχαριστώ του λέω φιλαράκι δεν θέλω. Μα γιατί μου λέει, είναι μια χαρά. Πάρε μερικά και κούμπωσε. Θα σ αρέσει. Κάνω μια τα κοιτάω στο κουτάκι και τί να δω. Ρε παιδιά ήταν ένα πράμα σα να χες ξεχάσει σπανακόρυζο στο ψυγείο για 2 εκατομμύρια χρόνια. Μπα μπα του λέω ευχαριστώ δεν. Μετά απο 10 λεπτά πάλι τα ίδια. Μα πάρε ένα μανιταράκι. Βρε χρυσέ μου δεν θέλω. Πωωω. Επιμένει. Μου μπήκαν ψύλλοι στ αυτιά. Ρε λεω μπας κι είναι τίποτα δροσερός και θέλει να με παρασύρει σε κάνα Ολλανδικό Blue Oyster αλλαξοκωλάδικο; Ρε άσε μας ρε καλέ μου.
Και τότε, συμβαίνει το αναπάντεχο. Μπουκάρει από την είσοδο Γαλλίδα μανεκέν ονόματι Λού και κάθεται δίπλα μου στο καρέκλα. Εγώ καταπίνω γλώσσα κοιτάω Μαρίνα απέναντι γελάει. Δε λέω τίποτα, μπαίνει κι αυτή να φεισμπουκιαστει. Ε και τότε μου ρχεται η μαλακία να υποκλέψω με πλάγιο βλέμμα το όνομά της και να της κάνω αίτημα φιλίας από τη διπλανή καρέκλα. Καγκουροπέσιμο ε; Και στέλνω.
Της βγαίνει το αίτημα πάνω δεξιά. Τσεκάρει φώτο. Μπα δεν έχω μούσκουλα. Με γράφει. Και το πα γαμώ την τρέλα μου να βάλω φώτο από το 2008 που χα πάει 2 μήνες γυμναστήριο. Μαλάκας. Στέλνω μήνυμα στη Μαρίνα. ”Στείλ’ της κι εσύ αίτημα φιλίας να την κάψουμε” Της στέλνει. Μπα δεν παίρνει χαμπάρι το ψηλό.
Αλλά αν έχεις τη Μαρίνα δίπλα σου τι το θες το πέσιμο. Την ξαμολάς της πιάνει το δεξί χέρι της λέει 150 χιλιάδες μαλακίες για τεχνικές νυχιών και μετά 10 λέπτου να σου κι ο γαμπρός. Να μην σας τα πολυζαλίζω γνωριζόμαστε, όλα καλά όλα ωραία, γιούχου η Λου βγάζουμε κάτι φώτο αλλά μέχρι εκεί. Ε ναι πολύ ψηλή μωρέ για μένα και ποιος μιλάει Αγγλικά τώρα, κούραση…:Ρ
Σιχάματα Ολλανδοί (άσχετο αλλά έτσι το πα για να μην ξεχνιόμαστε)
Τες πα που λέτε κατεβαίνουν κι οι άλλοι και ρωτάμε τον πατριώτη που να πάμε να φάμε γιατί εκτός απο Μακ Ντόναλντς (8 ευρώ το μενού σιχάματα Ολλανδοί) δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Μόνο κάτι μαγαζάκια με πατάτες. Α ρε Ελλαδάρα πόσο να πεθύμησα αυτόν τον Μπαϊρακτάρη εκείνες τις ώρες δε λέγεται.
Και τελικά ο πατριώτης μας στέλνει πίσω από το ξενοδοχείο σε ένα Αραβρώμικο τον λεγόμενο και Φαλάφελ. Μας λέει παιδιά εγγύηση, εγώ εκεί τρώω. Ε οκ, αφού τρώει ο πατριώτης ας τον εμπιστευτούμε. Και πάμε.
Ααα ωραίος ο Φαλάφελ. Λογικαί τιμαί σχετικά, κάτω δεν τριγυρνούσαν κατσαρίδες και είχε κάτι ωραία πιατάκια. Εγώ θα πάρω τη σπεσιαλιτέ. Φαλάφελ. Κωστάκη τι θα πάρεις; 2 μπέργκερ. Ωραία. Τα φτιάχνει μανι μανι. Τα φέρνει στο τραπέζι. Εμείς δαγκάνουμε. Κωστάκης μυρίζει το πρώτο μπέργκερ και αυτόματα το αφήνει. Μαλάκα κάτι δεν πάει καλά με αυτό.
Τώρα για να σας βάλω στο νόημα, να αφήσει ο Κωστάκης μπέργκερ κάτω πρέπει να συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό. Δεν παίζουμε με αυτά.
-Ρε Κωστάκη τι έχει ρε το φαΐ, μια χαρά το βλέπω
-Μύρισε. Μυρίζω
-Ε οκ δεν μυρίζει και σαν μπριζόλα από τη μάνα μου αλλά δεν είναι κι άσχημο
-Πας καλά; μου λέει και με κοιτάζει με έντρομο ύφος μέσα στα μάτια
-Κάποιον έχουν σκοτώσει και τον έκαναν μπέργκερ. Τον είδα εγώ τον βρωμοφαλάφελ πως με κοίταξε μόλις μπήκα μέσα. Σαν να λέει: -Ήρθαν οι προμήθειες.
-Έλα ρε μαλάκα Κως ξεκόλλα. Να κοίτα θα δαγκώσω μία.
Τι το θελα του πεταχτήκαν τα μάτια έξω. Τι να σας λέω τελικά ο Κωστάκης την έβγαλε με χυμούς. Και τελικά γυρίσαμε στο Hostel αφού πρώτα επισκέφθηκε ένα σουπερμάρκετ με συσκευασμένα σίγουρα πράγματα.
Και το πρωί που λέτε επιστρέψαμε ασφαλείς και ξεφραγκασμένοι στο Βερολίνο.
Αυτά που λέτε πάνω κάτω θυμάμαι. Πέρασαν και 2 χρόνια από τότε και ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό αν εξαιρέσεις ένα καμμένο σκ που περάσαμε στο Μπανσκο της Βουλγαρίας πάλι με τους καμμένους. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία που θα σας την διηγηθώ οσονούπω. Προς το παρόν κρατήστε αυτό και τις εντυπώσεις μου για την όμορφη χώρα της τουλίπας που συνοψίζεται στις εξής 2 λέξεις. Σιχάματα Ολλανδοί. Α και άντε να σας πω και τη μόνη λέξη στα Ολλανδικά που έμαθα. Vaarwel (Αντίο. Τελικά η μόνη χρήσιμη λέξη..:Ρ)