– Σήμερα γιορτάζω! Γιορτάζω…ω-ω! Γιορτάζω…ω-ωϋ!
Φώναξε τραγουδώντας ό Αλέξης. Τό πρόσωπο του έλαμπε άπό χαρά. -Τού-τού ού ούϋ
“Εκανε καί τό τραινάκι τρέχοντας πάνω στίς γραμμές του, σάν νά λεγε κι αύτό: -Τού-τού! Χρόνια πολλά, Αλέξη! “Ηταν τό δώρο της μαμάς καί τοΰ μπαμπά γιά τή γιορτή του. Τί ώραΤο πού ήταν! Γυαλιστερό, κατακόκκινο, μ’ ένα φουγάρο μαύρο, γύριζε γύρω γύρω σφυρίζοντας.
Ό ‘Αλέξης όμως θά έχει άλλο ένα τραινάκι σήμερα, μόνο πού δέ θά είναι όλο δικό του. Θά τό μοιραστεί μέ τούς φίλους του, πού σέ λίγο θά ‘ρθοϋν. “Ολη ή παρέα θά ‘ ρθει σήμερα, νά γιορτάσουν καί νά φάνε μαζί τό μεγάλο τραΐνο-γλυκό, πού έφτιαχνε τώρα στήν κουζίνα ή μαμά.
Μμμ! Τί ώραϊα πού μύριζε! Τώρα θά τό σκεπάσει μέ κόκκινη καραμέλα. Νά το! Κατακόκκινο! Σειρά τώρα έχει ή σοκολάτα. Τά παράθυρα, οί ρόδες καί τό φουγάρο έγιναν σοκολατένια. Πίσω στό βαγόνι, έβαλε λογής καραμελίτσες. Καί έτοιμο! Όμορφο όμορφο περίμενε τωρα στό μεγάλο στρογγυλό τραπέζι τό φίλο του, τό ποντικάκι. Ναί, βέβαια! Ή μαμά έφτιαχνε κι ένα μεγάλο Μίκυ Μάους. Μέ τά στρογγυλά αύτάκια, γελαστό, καί μέ τά τρία κουμπιά στήν μπλούζα. Πρώτα πρώτα άπλωσε μιά γλυκιά ρόζ κρέμα σ’ όλο τό κορμάκι, άκόμα καί σ’ αύτό τό πρόσωπο του. Μετά έριξε τριμμένη σοκολάτα. Τοϋ ‘βαλε μάτια κι ένα κόκκινο μεγάλο, άστείο στόμα. Καί έτσι έτοιμο κι αύτό τώρα, δίπλα στό τραινάκι, έπιασαν τήν κουβεντούλα, ώσπου νά ‘ ρθουν οί φίλοι. Σιγά σιγά όλο καί μιά καινούρια λιχουδιά στόλιζε τό τραπέζι. Πότε μπισκότα, πότε γλειφιτζούρια, σοκολάτες, παστέ- λια, μαντολάτα, τουρτίτσες…, ώσπου γέμισε. >-Πό πό, μανούλα!! Τί ώραΐες λιχουδιές! Όλες γιά μας είναι; Πόσο σ’ άγαπώ, μανούλα!!!
-Κι έγώ σ’ άγαπώ, άγόρι μου…”Α! Σάν νά μοϋ φαίνεται, όμως, πώς ήρθαν οί φίλοι σου. “Ακουσες τό κουδούνι; ‘ Ο ‘ Αλέξης άνοιξε μέ χαρά τήν πόρτα καί όλη ή παρέα τοΰ είπε «Χρόνια πολλά». Μά δέν έφτανε μόνο αύτό” κάθε παιδάκι τοΰ ‘δινε κι άπό ένα δώρο. Γέμισε ή άγκα- λιά του πακέτα καί ή καρδούλα του χαρά!!! -Πό-πό, δώρα! Τί καλοί πού είστε όλοι! Σάς εύχαριστώ!
Καί κοίταζε ζαλισμένος. Τί νά πρωτανοί- ξει; Αύτό μέ τή ρόζ κορδέλα, ή αύτό μέ τό χρυσό χαρτί; “Η αύτό τό στρογγυλό; “Η… ή… Εύτυχώς, όλοι τόν βοήθησαν. Όλα τά παιδιά κάθισαν κάτω καί άνοιξαν τά δώρα. “Α! “Εκανε τό ένα. Πό! Φώναζε τό άλλο. Καί τό ένα μετά τό άλλο τά πακέτα άνοιξαν. Παιχνίδι, τώρα! “Ετρεχαν άπό δώ, έτρεχαν άπό κεΤ, χόρευαν, πηδούσαν, τραγουδούσαν…, ώσπου θυμήθηκαν τά γλυκά. Μαζεύτηκαν γύρω στό τραπέζι.
- Έγώ θά φάω τ’ αυτιά τοϋ Μίκυ καί τά κουμπιά! Είπε ή Μαρία.
-Έγώ τό φουγάρο καί λίγο βαγόνι άπ’ τά τραίνο, διάλεξε ό “Αγγελος.
Εγώ θέλω λίγο βαγονάκι καί μία ρόδα, είπε γελώντας ό Αλέξης.
Καί ή μαμά μοίραζε τίς λιχουδιές. Σέ λίγο όμως όλη ή παρέα είχε γίνει σοκολατένια!! Σοκολάτα γύρω στό στόμα, σοκολάτα στά χέρια. Οί πιό λαίμαργοι είχαν σοκολάτα ά- κόμα καί στή μύτη τους. Γέλια πού έκαναν, βλέποντας ό ένας τόν άλλο!
- Καλέ, πώς είσαι έτσι;
- Μά, μήπως καί σύ είσαι καλύτερος;
Καί δώστου γέλια καί τρεχαλητά, καί τραγούδια καί παιχνίδια. Κανείς δέν κατάλαβε πώς πέρασε ή ώρα.
Μά όλα τά πράγματα, άκόμη καί τά πολύ ώραΐα, όπως ή γιορτή τοϋ Αλέξη, έχουν ένα τέλος.
“Εφυγαν ένα ένα τά παιδιά, άφήνοντας τόν ‘Αλέξη πίσω στήν πόρτα. Κουνούσε τό χέρι του καί τούς χαμογελούσε.
Τό πρόσωπο του ήταν γεμάτο χαρά καί σοκολάτα!!! -Καί τοϋ χρόνου!…
Απόσπασμα από το βιβλίο “Με λένε Αλέξη” της Βούλας Μάστορη