Ό κ. Ντίνος άκουσε τό δελτίο:
Γιά αύριο προβλέπεται καλός καιρός γενικά. Θά πνεύσουν άνεμοι άσθενεϊς βορειοανατολικοί. Στήν ‘Αττική συννεφιά μέ ήλιοφάνειες κατά διαστήματα. Θερμοκρασία κλπ. κλπ.
Ήρθε στά κάγκελα καί σφύρηξε τοϋ Μίμη.
– Είσαι αϋριο γιά κυνήγι; θά πάμε γιά μπεκάτσες!
– Ναί!
– Νά φύγουμε κατά τίς έξι;
– θά ‘μαι έτοιμος.
Πήδηξε άπό τή χαρά του ό άδελφός μου. Καιρό περίμενε αύτή τήν πρόσκληση γιά νά πάει μαζί του.
– Πολύ καλός φίλος ό κ. Ντίνος, είπε ό πατέρας.
– Μόνο πού είναι κυνηγός, άντίκοψε ό ‘Αντρέας.
– ΤΙ τό κακό βλέπεις σ’ αύτό; θύμωσε ό Μίμης.
– Πώς σκοτώνει πουλιά! Μπεκάτσες, όρτύκια, τρυγόνια!
– ΚαΙ τί θές νά σκοτώνει, μύγες;
– Μήν άρπάζεστε καλέ έτσι, τούς άγριοκοίταξε ή μάνα. Μέ τό παραμικρό θυμώνετε κα( νευριάζετε. Τ( κακό είναι αύτό μ’ έσάς τούς δύο;
– θυμώνω, γιατί ό ‘Αντρέας λέει κοτσάνες, είπε ό Μίμης μέ τό ζωνάρι έτοιμο γιά καβγά. Ό κ. Ντίνος είναι σπουδαίος κυνηγός. Δέ σκοτώνει τά πουλιά πισώπλατα ή όταν είναι άκίνητα. Ό άγώνας είναι ίσος πρός ϊσον. Τά τουφεκίζει όταν πετούν. Δηλαδή τούς δίνει τήν εύκαιρία νά τόν μπερδέψουν, νά τόν κοροϊδέψουν καί νά τού ξεφύγουν.
– Αύτό δέν τό είχα σκεφτεί, έκανε ή μάνα καί κατέβασε τά γυαλιά στή μύτη της.
– Τό κυνήγι είναι στό κάτω κάτω ένα σπόρ.
– Καί ή ένόργανη γυμναστική είναι, άλλά δέν τελειώνει μέ θάνατο…
Ό Μίμης θύμωσε γιά τά καλά. Τά μάτια του πετούσαν φωτιές.
– ΤΙ θέλεις νά πεις έπιτέλους, μαμά. Πέστο νά τελειώνουμε. Πώς δέν θά μ’ άφήσεις νά πάω αϋριο μαζί του;
– Ποιός είπε κάτι τέτοιο; διαμαρτυρήθηκε ή μάνα μέ ήρεμία. Καί βέβαια νά πάς νά περπατήσεις…
– Δέ θά περπατήσω μόνο. θά μοϋ δώσει τό δπλο νά ρίξω καί καμιά τουφεκιά.
– Αύτό θέλει ό κύριος, νά ρίξει τουφεκιά, είπε ό ‘Αντρέας καί τόν έδειξε μέ τό δάχτυλο.
– Ναί, ρέ, αύτό θέλω, τσίτωσε έκεινος τό κορμί του σάν άντράκι. ‘Αφήστε με πιά ήσυχο! Πάτε νά μοϋ τό βγάλετε ξυνό άπό τή μύτη.
Ό ‘Αντρέας κούνησε τό κεφάλι του χωρίς νά βγάλει μιλιά κι ό πατέρας έκανε πώς δέν άκουσε κι έσκυψε στά γραμματόσημά του.
Πέρασε λίγη ώρα. Όταν ή ένταση φάνηκε νά πέφτει μέσα στό δωμάτιο, ή μητέρα ξαναπήρε τό λόγο.
– Λοιπόν, Μίμη, προχτές πήγαμε μέ τόν πατέρα σου στήν Πεντέλη.
– Μπράβο, καλά κάνατε, είπε έκεινος κοφτά.
– Χαρήκαμε τό περπάτημα στό δάσος καί μαζέψαμε καί χόρτα. Καθώς έσκυβα γιά τά ραδίκια, έβλεπα ολοένα άδεια φυσίγγια, πού σήμαινε πώς πρίν άπό μάς είχαν περάσει κυνηγοί.
– ΤΙ μού τά λές τώρα αύτά; νευρίασε ό άδελφός μου. Τί μέ νοιάζουν;
-Όλους πρέπει νά μάς νοιάζουν. Γι αύτό στά λέω. Καθώς περπατούσαμε άκουγα, πώς δέν «άκουγα» τίποτα. «Τί σιωπηλή άνοιξη ειν’ αύτή;» ρώτησα τόν πατέρα σου. Χωρίς νά μοϋ άπαντήσει μοϋ μάζεψε μιά χούφτα φυσίγγια. «Μέτρησέ τα» μοϋ είπε. Τά μέτρησα. Ήταν καμιά τριανταριά. «Κυκλοφορούν, μέ πληροφόρησε, διακόσιες χιλιάδες άδειες κυνηγών.
“Αν κάθε Κυριακή βγαίνουν oi μισοί γιά κυνήγι, κι άν ό καθένας άπ’ αυτούς θεωρητικά σκοτώνει άπό ένα πουλί, σκοτώνονται κάθε ΚυριαΚή, θεωρητικά, 100.000 πουλιά. Γιατί άπορεις λοιπόν γιά τή «σιωπηλή άνοιξη» πού άκοϋς;» Τότε λοιπόν κι έγώ, σταμάτησα νά μαζεύω ραδίκια. “Εβγαλα μολύβι καί χαρτί άπό τήν τσάντα μου κι άρχισα νά κάνω πολλαπλασιασμούς. Πόσα πουλιά θά σώζονταν άν άπαγορευόταν τό κυνήγι γιά ένα χρόνο; Πόσα πουλιά θά πολλαπλασιάζονταν καί μέ τί ρυθμό; Έβγαλα κάτι νούμερα τεράστια, νά σέ πιάνει ίλιγγος. Εκατομμύρια. Τότε τό δάσος δέ θά ήταν μουγγό καί βουβό σάν νά τοϋ είχαν κόψει τή γλώσσα, άλλά φλύαρο καί χαρούμενο. Συγχώρεσέ με γιά τή διάλεξη, άλλά έπρεπε νά σοΰ τά πω, γιά νά σοΰ δικαιολογήσω καί τίς απόψεις μου.
– Ώραϊα, μαμά, είπε ήρεμα τούτη τή φορά ό Μίμης, κατάλαβα πού θέλεις νά καταλήξεις. Θά πάω νά πω στόν κ. Ντίνο πώς δέν αισθάνομαι καλά καί δέ θά πάω μαζί του.
– Βλέπεις λοιπόν πώς δέν κατάλαβες τίποτα; είπε στενοχωρημένη ή μητέρα καί τόν βάστηξε άπό τό μανίκι. Θά πάς, άλλά δέν θά τουφεκίσεις.
Ό Μίμης ξανακάθισε στήν καρέκλα καί ξανάπε.
– Πάντως ό κ. Ντίνος είναι ένας πολύ έντάξει κυνηγός.
– Καί πολύ έντάξει άνθρωπος, συμπλήρωσε ό πατέρας.
– Οΰτε καυχιέται ποτέ του, οϋτε καί άφανίζει τά πουλιά. Τό κυνήγι τοϋ άρέσει σάν σπόρ καί κυνηγά μέ όλους τούς κανόνες. Μοΰ έλεγε ότι ποτέ του δέ χτύπησε τρυγόνι τήν άνοιξη, παρ’ όλο πού τό Υπουργείο Γεωργίας έδωσε τήν άδεια. «Τό νά σκοτώνεις τρυγόνια αυτή τήν έποχή4 είναι βάρβαρη πράξη, μοϋ είπε. Γίνεσαι Ηρώδης. Ή τρυγόνα έχει αύγά στήν κοιλιά της κι είναι τόσο σκελετωμένη καί άπαχη ή φουκαριάρα, τόσο συμπαθητική κι άξιαγάπητη πού δέ σοϋ πάει ή καρδιά νά τή σκοτώσεις».
– “Αν έπέτρεψαν τό άνοιξιάτικο κυνήγι των τρυγονιών, βράστα Χαράλαμπε, είπε ό πατέρας. Θά πρέπει νά πούμε* στόν κ. Ντίνο νά σκοτώσει ένα ζευγάρι καί νά τό βάλουμε στό Μουσείο. Γιατί μετά άπό χρόνια θά λέμε: «Κάποτε ζούσε ένα πουλί πού τό ‘λεγαν τρυγόνι.»
– Λοιπόν έγώ σκέφτηκα τί θά κάνω δώρο στόν κ. Ντίνο, είπε ό ‘Αντρέας γελώντας. Θά τοϋ πάρω ένα βιβλίο πού έγινε μπέστ σέλερ στή Γερμανία. Ξέρει γερμανικά, δέν ξέρει; Ώραϊα! Είναι γιά τήν προστασία των πουλιών. «Σώστε τά πουλιά» λέγεται. Τυπώθηκε στό Μόναχο τόν Αύγουστο τοϋ 1978 καί μέχρι σήμερα έχει πουλήσει 150.000 άντίτυπα κι έτοιμάζεται γιά τρίτη έκδοση μέ άλλες 100.000. Μόνσ λέτε νά μοϋ τό πετάξει στό κεφάλι;
– Αποκλείεται, είπε ή μάνα, είναι τόσο εύγενικής.
– Περάσατε όμορφα; ρώτησε ή μάνα τούς δυό κυνηγούς όταν γύρισαν τήν άλλη μέρα τό άπόγευμα.
– θαύμα, μαμά, θαύμα! φώναξε άναψοκοκκινισμένος ό Μίμης. -“Αδεια ή σακούλα; παρατήρησε ό μπαμπάς.
– “Αδεια, άδεια, είπε σάν ήχώ κι ό κ. Ντίνος. Θά σάς τά πει ό Μίμης.
– Οΰτε μιά μπεκάτσα; ξαναρώτησε ό μπαμπάς.
– Οΰτε μιά, γέλασε έκεϊνος. Μά θά σάς τά πει ό Μίμης. ‘Αλλά καλύτερα νά μάς τά πει ή ίδια ή μπεκάτσα.
Λέγομαι μπεκάτσα. Είμαι πολύ συμπαθητικό πουλί καί νομίζω πώς δέν ένοχλώ κανένα. Τώρα τό χειμώνα οί άνθρωποι μέ κυνηγούν πολύ. Ή κουρτίνα πού μέ σκεπάζει άπό τά μάτια τους, δηλαδή τά φύλλα των δέντρων, πέφτει καί ξεσκεπάζομαι μπροστά τους.
Όταν έχουν καλό σκυλί καί καλή θέση πολλές φορές μέ πετυχαίνουν. Οί άνθρωποι είναι έξυπνοι. Όμως κι έγώ είμαι. Ποτέ τους δέν είναι σίγουροι ότι μέ χτύπησςν. “Εχω ένα δικό μου Ιδιότροπο πέταγμα. Κάνω όρθές γωνίες, όταν πετώ, σάν νά ζωγραφίζω ζίκ – ζάκ στόν ούρανό.
Έκει πού άνεθαίνω στά πυκνά καί φτάνω τά δώδεκα μέτρα περίπου, κάνω δυό τρεις έλιγμούς καί χάνομαι. Καί φυσικά χάνομαι. Τό δάσος είναι τό σπίτι μου. Ποιός δέν ξέρει νά κινηθεί μέσα στό σπίτι του; Ξέρω δλες τίς τρύπες άπ’ 6που μπορώ νά ξεφύγω καί φρούτ! τούς τό σκάω.
Σήμερα βρισκόμουνα καταμεσής στό δάσος. Ήμουνα λουφαγμένη μέσα στίς πυκνές λόχμες. Είχε έλαφριά πάχνη κι έμένα αύτή ή πάχνη δέν μ’ άρέσει καθόλου γιατί έπάνω σ’ αύτή τήν άσπρίλα μέ ξεχωρίζουν πολύ καθαρά. Είμαι, γιά νά σάς δώσω νά καταλάβετε, σάν ένας λεκές πάνω σέ άσπρο φόρεμα.
Γύρω τριγύρω είναι κάτι χαμηλοί πευκώνες. Τά κλαριά τους άρχίζουν ένα μέτρο άπό τό χώμα. Σκέφτομαι νά πάω έκει, γιατί σ’ αύτά τά πεύκα μπορώ νά τούς ξεφύγω πιό εύκολα, άν μέ έντοπίσουν.
Ξαφνικά άκούω τά κουδουνάκια δυό σκυλιών. Τά ξέρω αύτά τά σκυλιά άπό μακριά. Είναι ή Σίλλυ κι ή Χάιντε τού κ. Ντίνου. Τά κουδουνάκια τους κάνουν ένα γλυκό θόρυβο σάν τή μελωδία της χριστουγεννιάτικης νύχτας. Μ’ άρέσει αύτή ή μουσική, καί θά ‘θελα πολύ νά κάνω ένα δώρο σ’ αύτά τά σκυλιά καί σ’ αύτόν τόν κύριο, άλλά φυσικά δέν μπορώ νά τούς χαρίσω τή ζωή μου. Κι ό άγώνας μας είναι αύτός. Θέλουν νά μοϋ πάρουν τή ζωή. Εύχαρίστως νά τούς δώσω ένα… φτερό!
Σήμερα ό κ. Ντίνος έχει μαζί του κι ένα παιδί ίσαμε δεκαπέντε χρονώ. Κοιτάει σάν συνεπαρμένο. Πρώτη του φορά φαίνεται θά έρχεται στό κυνήγι. Καί τό σακάκι του δέν είναι σακάκι κυνηγού. Όπως καί νά ‘ναι έμένα ή καρδιά μου σφίγγεται γιατί θ’ άρχίσει μεταξύ μας ό πόλεμος. Πρέπει νά έχω τό νοϋ μου.
“Η ΙΙλλυ έφτασε πρώτη στό μονοπάτι. Μέ μύρισε κι έμεινε άκίνητη μέ τό λαιμό τεντωμένο. Τό κουδουνάκι της έπαψε ν’ άκούγεται. “Ακουγα τήν καρδιά μου νά χτυπά δυνατά.
Ιέ Μγο πλησίασε ή Χάιντε μέ τόν κύριο καί τό παιδί.
– ΤΙ κάνει τώρα ή Σίλλυ; τό άκουσα νά ρωτά.
– Φερμάρει. Δέ βλέπεις; Ή μπεκάτσα πρέπει νά είναι μπροστά της. “Ελα μαζί μου άλλά πρόσεχε μην κάνεις θόρυβο. Πάμε έμείς άπό πίσω.
θά μου έκαναν κυκλωτική κίνηση.
– Πώς ξέρουμε άπό που θά φύγει; ρώτησε πάλι γιά μένα ό μικρός. -“Αν πονηρεύτηκε θά σηκωθεί τώρα γρήγορα ή άπ’ τά δεξιά ή άπ’ τ’ άριστερά, άλλά θά κάνει θόρυβο μέ τά φτερουγίσματά της καί θά τή δούμε.
Έγώ είχα πονηρευτει, άλλά ειχα ολοένα τήν ελπίδα πώς θά φύγουν καί δέν έλεγα νά κουνηθώ, ώσπου ένιωσα πολύ δίπλα μου τόν κίνδυνο. ‘Από τή μιά μεριά ή Σίλλυ κι άπό τήν άλλη έτοιμος μέ τό χέρι στή σκανδάλη ό κ. Ντίνος σέ καλή θέση, ή τοϋ ΰψους ή τοϋ βάθους. Έπρεπε νά σηκωθώ, δέ γινόταν άλλιώς. Μέ τήν ψυχή στό στόμα σηκώθηκα κάθετα καί \ϊ άνάλαφρες κινήσεις, φρούτ, φρούτ, φρούτ, τούς ξέφυγα. “Ακουσα όμως τόν κύριο νά λέει στό παιδί:
– Όταν σημαδεύω, Μίμη, νά μη μέ σπρώχνεις, γιατί τότε δέ θά χτυπήσουμε κανένα πουλί. Τό χέρι τοϋ κυνηγού πρέπει νά είναι σταθερό πάνω στη σκανδάλη.
“Ωστε τόν είχε σπρώξει γιά νά μη μέ σκοτώσει; Πρώτη φορά μοϋ συνέβαινε αυτό. Ή Σίλλυ ήταν έξω φρενών καί γάβγιζε μαζί μέ τήν Χάιντε διφωνία. «Κάνω τόσο κόπο, έμοιαζε νά λέει, γιά νά σάς φερμάρω τίς μπεκάτσες κι έσεις τίς άφήνετε έτσι νά σάς ξεφεύγουν μπρός άπό τά μάτια σας>.
Ό μικρός τά είχε λιγάκι χαμένα.
Είχα τόσο πολύ τρομάξει πού πέταξα άρκετά μακριά καί χώθηκα σέ μιά βελανιδιά. Μ1 άρέσουν τά πλατιά κλαδιά της πού άπλώνονται πλούσια σ’ δλες τίς κατευθύνσεις, στό βορρά καί στό νότο καί στήν άνατολή καί στή δύση. Γιά νά γιορτάσω τη σωτηρία μου, άρχισα νά κάνω άκροβασίες καί νά κυνηγάω έντομα.
“Οταν κουράστηκα, ξαπόστασα γιά λίγο σ’ ένα κλαρί, κι άρχισα νά σκέφτομαι. Τί πράγμα τρομερό πού είναι ό θάνατος!
Άπό τή στενοχώρια μου πετάχτηκα μέχρι τήν πηγή νά κάνω ένα μπάνιο. Μ* άρέσει νά ‘χω ράμφος, κοιλιά καί πόδια καθαρά. Ή ώρα είχε πάει κιόλας δέκα.
Όπότε ξανάκουσα τά κουδουνάκια της Σίλλυ. Μά τέλος πάντων δέ Βά έβρισκα σήμερα ήσυχία; Ερχόταν άκολουθώντας τό ρυάκι. Χαιρόταν κι έτρεχε άνετα, τήν παρακολουθούσα νά χτενίζει τό χώμα. Ήταν πολύ
καλό σκυλί. Μετακινήθηκα μέ προσοχή πρός τίς καστανιές πού είχαν όλόγυρα τους χαμηλούς βάτους.
“Ακουσα μιά τουφεκιά. Κατατρόμαξα. Μά εύτυχώς δέν ήταν γιά μένα.
– ‘Εμπρός, Σίλλυ, σιγά, έλεγε ό κ. Ντίνος.
Τό σκυλί έκανε λίγα βήματα και σταμάτησε. Προσπαθούσα νά μικρύνω και νά γίνω – άν ήταν δυνατόν – άόρατη. Μά ή Σίλλυ είχε μάθει πιά τή μυρωδιά μου. Ποτέ δέν της ξέφευγα. Κι άν μάλιστα είχε εύνοΐκό άνεμο πού ΐής έφερνε τό … άρωμά μου στά ρουθούνια της, τότε έπρεπε νά μηχανευτώ ένα σωρό λύσεις γιά νά της τό σκάσω. “Ηξερε πώς ]ϊ άρέ- σουν οί όμορφες ήσυχες γωνιές. Ήρθε κοντά στούς βάτους καί περίμενε.
Έ, λοιπόν, σκεφτόμουνα γεμάτη άγωνία, πολύ μας κυνηγάνε έμάς τίς μπεκάτσες, τίς ώραιες ταξιδιώτισσες τοϋ δάσους, όπως μάς λένε. Κι δχι νόμιμα, έτσι δπως κυνηγάει ό κ. Ντίνος μέ τή Σίλλυ καί τή Χάιντε, μά καί λαθραία. “Ακουσα ένα χωρικό νά λέει πώς έλαττωθήκαμε. Καί τί ήθελε νά κάνουμε; Νά αύξηθοϋμε; Μέ ποιό τρόπο; Άφοϋ ό ίδιος είχε σκοτώσει πενήντα μπεκάτσες σέ περάσματα;
Αύτό – άν θέλετε τή γνώμη μου – είναι δολοφονία. Είναι ύπουλο καί άναντρο! Εϊναι άνάξιο γιά ένα καλό κυνηγό νά σκοτώνει τά πουλιά τήν ώρα πού πηγαίνουν νά πιοϋν νερό, τότε πού γυρίζουν άμέριμνα στή φωλιά τους τό σούρουπο ή τότε πού ζευγαρώνουν.
– Κάπου έδώ θά είναι ή μπεκάτσα. Ή Σίλλυ στάθηκε καί πάλι άκίνητη, είπε ό μικρός πού στό μεταξύ είχε κοκκινήσει άπό τό περπάτημα.
– Αύτή τή φορά δέ θά μάς ξεφύγει. Τό πρόβλημα είναι άπό πού θά σηκωθεί. Πάντως σέ πέντε λεπτά τό άργότερο πρέπει νά πάρει τήν άπό- φαση της.
Κι άξαφνα, φρού, φρού, φρού, σηκώνομαι πλάγια καί πάω καί χώνομαι σέ κάτι φτέρες. Ό κ. Ντίνος σημάδεψε γρήγορα καί άσφαλώς τώρα δέ θά ζούσα, άν δέν μ* έσωζε καί πάλι τό παιδί.
– Κύριε Ντίνο, φώναξε ξαφνικά ό Μίμης βλέποντάς τον νά μέ σημαδεύει.
Ό άνθρωπος άναστέναξε καί κατέβασε τό δπλο.
– Τί θέλεις πάλι, Μίμη;
– θέλω νά σάς πω κάτι.
– Τώρα βρήκες νά μοϋ τό πεις; Τήν ώρα πού σημαδεύω; Τόση ώρα περπατούσαμε…
– Τώρα τό θυμήθηκα…
– Είσαι μικρός άκόμα γιά κυνήγι, χαμογέλασε ό κ. Ντίνος καλόκαρδα. Μοϋ χαλάς τά σχέδιοττήν τελευταία στιγμή. Δυό φορές μοϋ τράβηξες τήν προσοχή καί τή χάσαμε τήν πονηρή τήν μπεκάτσα. Χαλάλι της όμως. Είναι δυνατός άντίπαλος. Τί ήθελες λοιπόν νά μοϋ πεις;
– Ό ‘Αντρέας είπε δτι θέλει νά σας κάνει ένα δώρο. “Ενα βιβλίο, γερμανικό, πού έχει κάνει μέχρι τώρα δυό έκδόσεις κι έγινε μπέστ σέλερ.
”Σώστε τά πουλιάηλέγεται. Καί κάνει καί τρίτη έκδοση. Σώστε τά πουλιά.
Ό κ. Ντίνος κάθισε λίγο παράμερα άκούμπησε τή ράχη του στόν κορμό ένός δέντρου καί είπε:
– κι έγώ ήθελα νά κάνω δώρο στή μαμά σου μπεκάτσες, άλλά δέ μ’ άφησες…
– Δέν πειράζει, κύριε Ντίνο, δέν πειράζει, τόν ήσύχασε τό παιδί μ1 ένα χαριτωμένο τρόπο. Δέ νομίζω πώς θά εύχαριστιόταν. “Εχει μανία μέ τά πουλιά. Έχτές τό βράδυ είχαμε όλόκληρη συζήτηση στό σπίτι. Μου έλεγε γιά μιά «σιωπηλή άνοιξη», μοϋ έλεγε γιά τόν έξαφανισμό τών πουλιών, μοΰ έλεγε πώς έκανε πολλαπλασιασμούς, πώς βγαίνουν πολλές άδειες κυνηγιού κι ένα σωρό τέτοια, καί νά σάς πώ τήν άλήθεια μοϋ χάλασε τό κέφι.
– Λές λοιπόν σήμερα νά εύχαριστηθεί πού της κάναμε δώρο δυό «άστοχες» τουφεκιές;
– Οΰ, οϋ, οΰ, θά τρελαθεί άπό τή χαρά της καί θά τό λέει στό Θανάση.
– Ποιός είναι ό Θανάσης;
– Ό κοκκινολαίμης πού ‘χουμε στό κτήμα. Είναι φίλοι καί τά λένε μέ σφυρίγματα. “Εχουν μεγάλη πλάκα ol δυό τους. Όταν τήν ξυπνάει τό πρωί πρίν τήν ώρα της, βγαίνει στό παράθυρο καί τοϋ λέει: «Θανάση, Θανάση, σκούπα καί φαράσι!» Κι έκεΐνος κελαηδάει κοροϊδευτικά.
– Πολύ ώραια λοιπόν, είπε ό κ. Ντίνος μ’ ένα στεναγμό καί σηκώθηκε άπό κάτω, τινάζοντας τά κυνηγετικά του ρούχα. Τώρα, κοίταξε μιά άκόμα φορά αύτό τό μέρος νά μήν τό ξεχάσεις.
« Τό παιδί κοίταξε τίς φτέρες, δπου ήμουνα κρυμμένη, τίς καστανιές, τό ρυάκι καί τόν ρώτησε μέ περιέργεια γιατί.
– Γιατί τήν άλλη φορά πού θά ξανάρθουμε θά σού έχουν στήσει έδώ τό άγαλμά σου.
– Καί ποιοι θά μοϋ τό έχουν στήσει; ρώτησε γελαστό τό παιδί.
– Μά oi μπεκάτσες φυσικά. Ή αύτή ή πονήρω ή μπεκάτσα πού τό ‘σκάσε χάρη σ’ έσένα, καί θά είναι κάπου έδώ γύρω κρυμμένη νά μάς άκούει ή οί άλλες μπεκάτσες.
– Καί θά έχει καί άφιέρωση;
– Βέέβαια! «Στό μεγάλο μας εύεργέτη, Μίμη, τιμής ένεκεν, οί μπεκάτσες της περιοχής».
Τό γέλιο του άντήχησε πρόσχαρο μέχρι τ’ αύτιά μου κι όμολογώ πώς ήταν ή πρώτη φορά πού άκουγα κυνηγό νά γελά γιατί δέ μέ είχε σκοτώσει. Πήγα νά τό πώ στίς φίλες μου, μά έπειδή δέ θά μέ πίστευαν, προτίμησα νά καθίσω έκει, μέσα στίς φτέρες, καί νά σκεφτώ σοβαρά πάνω στά περίεργα τής ζωής καί τοϋ κόσμου.