Στάθηκε απέναντί της. Αυτό το κλειδάκι έγινε αφορμή για μια διαφορετική προσέγγιση. Οι σκέψεις τώρα επιχειρούσαν να ξεκλειδώσουν τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις, τα κοχύλια και τα όστρακα μέσα σε μια θάλασσα από ψευδαισθήσεις.
Μια flamenca δεν οδηγείται από κανέναν.
Καθοδηγείται ολοκληρωτικά από τον εσωτερικό της κόσμο. Ακούει τη μουσική. Ακόμα κι εκεί όμως επεμβαίνει δυναμικά. Παράγει η ίδια ήχο, άλλοτε σε συμφωνία και άλλοτε κόντρα στον ρυθμό. Τα πόδια της στηρίζουν τη ψυχή της.
Η ψυχή της κρέμεται από τα χέρια της. Σπάει στους καρπούς της , βγαίνει από τα δάχτυλά της, διαπερνάει τη σπονδυλική της στήλη. Και το βλέμμα της πάντα αιχμηρό. Όπου κι αν το έχει στραμμένο, πάλι μέσα της κοιτάζει.
Σε ό, τι υπάρχει μέσα της. Αυτή είναι η κινητήριός της δύναμη. Χορεύει για ό, τι αγάπησε. Για ό,τι τόλμησε. Για ό,τι προσπάθησε. Για ό,τι κατάφερε. Για ό,τι έχασε. Για όλα εκείνα που υπήρξαν πριν. Για όλα αυτά που βρίσκονται εδώ τώρα. Για όλα όσα έρθουν μετά.
Κινείται από το όνειρό της, όποιο κι αν είναι αυτό. Γνωρίζει πως η φαντασία της το έπλασε. Το έχει σε ένα σημείο, κάπου στο στήθος. Το προστατεύει. Δεν αφήνει κανέναν να της το αγγίξει. Είναι ό,τι πιο δικό της. Και ό,τι πιο ξένο.
Κάποια μέρα, μια Δευτέρα πρωί ίσως, καθώς χόρευε, αισθάνθηκε την παρουσία κάποιου έξω από την αίθουσα. Παρά τη μουσική που ακουγόταν και τον δυνατό ήχο από τα παπούτσια της, εκείνη άκουσε τον χτύπο της καρδιάς της να πλησιάζει από έξω προς τα μέσα. Σταμάτησε να κινείται. Τα πόδια της έπαψαν να υπακούν στο ρυθμό. Πάγωσε. Νόμιζε ότι κάτι είδε, δεν βρισκόταν όμως κανένας άλλος εκεί. Έβγαλε τη φούστα της. Έκλεισε τη βεντάλια της και μέσα σε αυτήν όλες της τις σκέψεις. Ακόμα δε ξέρει αν ήταν της φαντασίας της ή όχι.
Ανέφικτο ονομάζει ό,τι δε βλέπει με τα μάτια της. Έτσι κι αλλιώς όμως, το ανέφικτο την έφερε όπου κι αν βρέθηκε, κάθε τέτοια ανέφικτη και όμως υπαρκτή τους συνάντηση, που λειτουργούσε με τρόπο αντίθετο στη λογική. Συνάντηση στην οποία οι άνθρωποι χάνουν στιγμιαία τη ζωή τους, πεθαίνουν, και αργότερα ξαναγεννιούνται και επιστρέφουν για να πεθάνουν πάλι σε κάθε συνάντηση. Ψάχνοντας γεύσεις ηρεμίας φτιάχνουν δρόμο για να βρεθούν ξανά και να αγκαλιάσουν το πεπρωμένο.
Δεδομένου όμως ότι η ζωή δεν είναι αποτέλεσμα μιας μοίρας άνευ επιλογών, αγκαλιάζουν απλά ο ένας τον άλλον. Και εκείνη παραμένει αιχμάλωτη της ελπίδας και συνεπής στον εαυτό της, ακόμα κι αν ο κόσμος γύρω της κατεδαφίζεται. Το όνειρό της το άφησε εκεί που ανήκει. Κοντά στη θάλασσα. Να το πάρουν τα κύματα. Ή τα παγώνια. Δε γνωρίζει αν και για πόσο θα συνεχίσει να χορεύει. Για την ώρα δεν ξέρει πώς αλλιώς, δεν θέλει αλλιώς. Για όσο όμως κι αν το κάνει , θα ξέρει πως δίχως τη μαγεία που κάποτε με τις αισθήσεις της γεύτηκε, δε θα ήταν εδώ που είναι τώρα.
Κάπως έτσι λοιπόν θα μπορούσε να είναι μια flamenca. Από όσα κομμάτια και αν είναι φτιαγμένη, βρίσκει μια στιγμή να τα ενώσει και να κοιτάξει μπροστά . Και ύστερα πάλι μέσα της. Και ίσως καμιά φορά, όπως μια φορά κι έναν καιρό, να ελπίζει ότι, κάποια στιγμή στη διαδρομή της, θα συναντήσει ξανά εκείνον που τότε νόμιζε πως για μια στιγμή ένιωσε κοντά της. Και ό,τι δε θα σταματήσει να χορεύει.
Θα συνεχίσει κάποιες νύχτες να χάνεται εκεί που θέλει να βρεθεί, σε μελωδίες από ένα μουσικό όργανο που γρατζουνάει, γρατζουνώντας και η ίδια τις πιο βαθιές της επιλογές. Επιτρέπει για λίγο σε κάποιον να την οδηγήσει. Επιτρέπει για λίγο στον εαυτό της να ξεκουραστεί . Δοκιμάζει να μείνει για λίγο σε ένα κάπου ανύπαρκτο . Είχε ήδη μείνει πολύ σε ένα τίποτα υπαρκτό.
Και το όνειρό της; Τα χάδια που χάρισε σε αυτό ακουμπώντας το απαλά με τα πινέλα της; Για πόσες άραγε αναπνοές να φτάνουν αυτά τα χάδια; Τα πιο όμορφα χρώματα που είχε στην παλέτα της δεν τα χρησιμοποίησε ακόμα. Θα βρει τρόπους να κρατήσει το όνειρό της ζωντανό και να το χρωματίσει. Να το αντικρύσει μια στιγμή με τα μάτια ανοιχτά πριν πειστεί πως δεν υπήρξε ποτέ, προτού ξεθωριάσει. Έτσι κι αλλιώς μόνη της το ονειρεύτηκε, δεν έχει καμία άλλη απόδειξη πέρα από την πραγματικότητά της. Κάθε όνειρο παίρνει την ερμηνεία και τη μορφή που εμείς του δίνουμε. Μπορούμε να το αφήσουμε, μπορούμε να το αλλάξουμε, μπορούμε να το ζήσουμε. Εδώ έρχεται η επιλογή. Επιλέγει να ντύνει ό, τι πιο ωμό με ρομαντισμό. Το αντίτιμο για τη δυσπιστία της σε αυτόν.
Μια flamenca δεν αρκείται στην πραγματικότητα. Ούτε όμως πιστεύει στα παραμύθια. Γι’ αυτό φτιάχνει δικά της. Στον επίλογο , αντί να βάζει τέλος, γράφει τη λέξη αρχή.
Αρχή