Τον Ιούνιο του 1959, ο Καμί επισκέφθηκε το Σίγρι με το σκάφος του εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ.
Η επίδραση του μικρού αυτού τόπου υπήρξε καταλυτική.
(Γράφει ο Δημήτρης Ρηγόπουλος)
Δεν μου είναι δύσκολο να φανταστώ πώς θα έμοιαζε το Σίγρι τον Ιούνιο του 1959, όταν ο Αλμπέρ Καμί έφτασε σε αυτό το κάπως απομονωμένο ψαροχώρι της Λέσβου. Θυμάμαι ακόμα την έκπληξη της μητέρας μου 25 χρόνια μετά, όταν συνειδητοποιούσε μπροστά μας ότι δεν είχαν αλλάξει πάρα πολλά σε σχέση με την εποχή που αντίκρισε για πρώτη φορά το Σίγρι ο Καμί και το ερωτεύτηκε.
Οχι, η μητέρα μου δεν γνώριζε τον Καμί. Αλλά δεν αποκλείεται εκείνο το καλοκαίρι του 1959 τα βήματά τους να διασταυρώθηκαν, καθώς οι γονείς της, δάσκαλοι και οι δύο, πέρασαν τη δεκαετία του ’50 στη Λέσβο, με «δυσμενή» μετάθεση στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού.
Ο Αλμπέρ Καμί έφτασε στη Μυτιλήνη με προτροπή του καθηγητή Ψυχιατρικής Αγγελου Κατακουζηνού. Ο τελευταίος, με την ιδιότητα του προέδρου της Ελληνογαλλικής Πολιτιστικής Ενωσης, είχε προσκαλέσει τον Γάλλο διανοητή τον Απρίλιο του 1955, για να μιλήσει σε συμπόσιο για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού (το κείμενο δημοσιεύθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη).
Τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τον Ιούνιο του ’59, ο Καμί δέθηκε με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Στη Λέσβο, πατρίδα του Κατακουζηνού, θα πήγαινε για να ολοκληρώσει ένα θεατρικό έργο. Και στο βιβλίο της Λητώς Κατακουζηνού «Συντροφιά με τον Albert Camus» (έκδοση του Ιδρύματος Κατακουζηνού) ξετυλίγεται το κουβάρι του κεραυνοβόλου έρωτα του Καμί με το Σίγρι.
Ταξιδεύει στη Μυτιλήνη με τον εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ. Κι όταν φτάνοντας στο νησί οι απλοί άνθρωποι συντρέχουν τους δύο ξένους (ο Γκαλιμάρ έχει αισθανθεί μια ξαφνική αδιαθεσία), ο Καμί μένει άναυδος από τη ζεστασιά και τη φιλοξενία των ντόπιων. «Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό. Εδώ θέλω να ’ρθω να ζήσω και να εργαστώ -είπα σε κάποια στιγμή-, να, εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι».
Το πάθος για το ξεχασμένο Σίγρι όλο και ζωήρευε. Ακόμα περισσότερο, όταν ήρθε ο χειμώνας: «Εκεί θα πάω να ζήσω, Αγγελε, στο νησί σου. Ομως, στα δυτικά, στο γραφικό ψαροχώρι, ’κει που ο βράχος είναι γυμνός, κομμένος λες με μαχαίρι. Ποιος ξέρει… ίσως για πάντα… Θα στέκω εκεί στην άκρη του γιαλού και θ’ αγναντεύω τη θάλασσα». Αλλά το «για πάντα» του Καμί θα αποδειχθεί απελπιστικά λίγο. Τον Ιανουάριο του 1960 θα πεθάνει ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Αυτός που φοβόταν μια ζωή τα αυτοκίνητα. Και, μάλιστα, στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μισέλ Γκαλιμάρ, με το πλεούμενο του οποίου είχε ταξιδέψει στο Σίγρι. Για πρώτη και τελευταία φορά.