Ο νεκρός είχε μεταφερθεί στα μαγειρεία και βρισκόταν ξαπλωμένος στον πάγκο κοπής των κρεάτων. Η ριγωτή του φόρμα ήταν λεκιασμένη με αίμα, η μύτη του παραμορφωμένη από γροθιές και το δεξί του χέρι, σπασμένο στον αγκώνα, ταλαντευόταν σαν εκκρεμές· η εικόνα μαρτυρούσε βίαιο θάνατο, η αξία της κουράς ανέβαινε. Στα καφάσια κάθονταν τρεις δεσμοφύλακες, που άγγιξαν το γείσο του πηλήκιου για χαιρετισμό. Ο πιο κοντός από τους τρεις, ο Λιόσας, κρατούσε ένα κατάπλασμα από χαμομήλι στο μάγουλο και μόρφαζε απ’ τον πονόδοντο. Ένευσε στον μπαρμπέρη να μην καθυστερεί.
Ο Ιωσήφ φόρεσε την ποδιά του και εξέτασε προσεκτικά το σακατεμένο πρόσωπο του νεκρού. Έψαχνε να βρει κάποια γωνίτσα στο αξύριστο δέρμα που να μην έχει λερωθεί από αίμα, για να τρυγήσει τις τρίχες που απαιτούσε το γιατροσόφι. Ανακάλυψε ένα καθαρό σημείο στο σαγόνι, αλλά μια κόκκινη σταγόνα, που κυλούσε
αργά απ’ τη σπασμένη μύτη, απειλούσε να το λερώσει. Δεν επιτρεπόταν να τη σκουπίσει, γιατί το άτριχο δέρμα του προσώπου ανήκει στη δικαιοδοσία των μακιγιέρ κι είναι απαγορευμένο στους μπαρμπέρηδες Γνωρίζοντας ότι του απομένουν ελάχιστα δευτερόλεπτα, έβγαλε αστραπιαία το ασημένιο του ξυράφι, το στερέωσε κάθετα στο μάγουλο και όταν είδε το μισάνοιχτο στόμα του νεκρού να καθρεφτίζεται στο ασήμι ξύρισε την αναίμακτη περιοχή.
«Πρόλαβες;» ρώτησε ανυπόμονα ο Λιόσας
Έσυρε τη λεπίδα στο βαμβάκι κι έδειξε τις γκρίζες τρίχες; «Άλλη φορά να με καλείτε νωρίτερα».
«Εσύ άργησες νά ‘ρθεις». Ο Λιόσας πήρε το λάφυρό του και το κοίταξε δύσπιστα. «Λίγες είναι. Φτάνουν;»
«Φτάνουν. Να τις βράσεις καλά και να τις σουρώσεις στην κομπρέσα».
Σπάνιζαν οι βίαιοι θάνατοι και τα πρωτεϊνικά παράγωγα τέτοιου νεκρού έχουν αξία. Τα γένια του θεραπεύουν τον πονόδοντο και τα μαλλιά του τις αλλεργίες άμα κοπούν στην ώρα τους από ασημένιο ξυράφι νεκρομπαρμπέρη. Η κουρά του πάλι, που συλλέγεται απ’ την κορυφή του κεφαλιού, στουμπισμένη στον απήγανο γιατρεύει την αντρική ανικανότητα, ενώ βρασμένη σε γάλα γαϊδούρας καταπολεμά την κρεατοελιά και τον καλόγερο Οι δεσμοφύλακες όμως δεν είχαν άλλα χρήματα. Ο Ιωσήφ θα έπαιρνε μερικά κέρματα και τις υπόλοιπες τρίχες του πτώματος ως αμοιβή, αν και δύσκολα θα κατάφερνε να τις πουλήσει έξω απ’ αυτούς τους τοίχους γιατί τα λάφυρα των λησμονημένων θεωρούνται γρουσούζικα.
«Τέλειωνε, δεν θα γίνει κηδεία», τον σκούντησε η Εράτα.
«Ο Θεός να συγχωρέσει τη Δημοκρατία μας», ψιθύρισε ο Ιωσήφ.
Ιωάννα Μπουραζοπούλου – Η ενοχή της αθωότητας