Η απογευματινή ομίχλη ερχόταν από την μεριά της θάλασσας, ακούμπησε στο μόλο, σιγοστάθηκε σαν να ήθελε να χαϊδέψει τις βάρκες, τις χάιδεψε και σιγά σιγά άρχισε να ανεβαίνει την πλαγιά θολώνοντας, απαλύνοντας τις γωνιές της εικόνας που είχε μπροστά του. Καθόταν στο αγαπημένο του σημείο, αυτό που μόνο εκείνος γνώριζε, φάτσα στην μπούκα του λιμανιού, πάνω στο μικρό λόφο.
Όπως ο κατέβαινε ο καπνός από το τσιγάρο τον πόνεσε, χαμογέλασε έτσι όπως χαμογελούσε, περίεργα. Χρόνια τώρα είχε φύγει από την αγέλη. ‘Hξερε πως ήταν «Λύκος», ένας μοναχικός «Λύκος».
Εκεί πήγαινε πάντα όταν ήθελε να χαϊδέψει τις ουλές του, μια μια, να τις ξανανιώσει μόνος του, μερικές με το γύρισμα του καιρού πονούσαν ακόμα. Δεν ήταν πια πληγές, τις είχε γιατρέψει αλλά έμεναν πια οι ουλές, ήταν όλες εκεί επάνω στο δέρμα μέχρι τη σάρκα βαθιά μέσα ανεξίτηλες.
Το να είσαι «Λύκος» είναι τέχνη. Κοστίζει. Μια ακόμα βαθιά ρουφηξιά καπνού πόνεσε πάλι, τι σημασία είχε δεν πα να πόναγε. Το γαλάζιο συννεφάκι βγήκε από τα πνεμόνια γέμισε τον τοπίο, την εικόνα σα σκόνη μαζί με ένα ψιλόβροχο που άρχιζε να πέφτει. Δεν τον ένοιαζε, τινάχτηκε, σήκωσε τον γιακά της καμπαρντίνας και συνέχιζε να κοιτά ίσια κάτω στη μπούκα του λιμανιού. Κάθε που έβγαινε ένα καράβι, ο νους του γέμιζε από τις σκέψεις όλων εκείνων που ταξίδευαν, αγέλες από πόθους, όνειρα, προσμονές …άραγε που να βρίσκεσαι και τι να λες… παλιό αγαπημένο τραγούδι, ξεφτισμένο, πεταμένο ανούσιο πια.
Το να είσαι «Λύκος» κοστίζει, είναι τέχνη, κοστίζει ψυχή. Ίσια κάτω στη μπούκα μπαινόβγαιναν καράβια φορτωμένα ψυχές, κάποιες, λίγες, θα γίνονταν «Λύκοι» το γνώριζε, ο χρόνος έλειπε μέχρι να το καταλάβουν.