-Μπαμπά, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Όλο βλέπω εφιάλτες.
-Θα σου πω τι έκανα παλιά. Σκεφτόμουν τον Μίκυ Μάους.
-Μα, αυτός θα μου ζητήσει δικαιώματα!.
-Έχεις δίκιο. Σκέψου κάποιο αγαπημένο σου παιχνίδι, που να μην ανήκει σε πολυεθνική.
-Αυτό που πετάγονται τα λαγουδάκια και τα κοπανάω με το σφυρί!
-Πολύ ωραία ιδέα.Τώρα κλείσε τα μάτια και ονειρέψου ένα παραμύθι με το παιχνίδι σου.
Περνάει λίγη ώρα. Αρχίζω να ελπίζω ότι δούλεψε.
-Μπαμπά.
-Ναι.
-Σκέφτηκα μια ιστορία.
-Μπράβο. Συνέχισέ την στο μυαλό σου τώρα.
-Φοβάμαι να την προχωρήσω.
-Μα, γιατί; Με το παιχνίδι που μου έλεγες δεν ήταν;
-Ναι, αλλά μια μέρα λέει, πήγα με τη μαμά κάπου και χάθηκα στον κόσμο. Και ήταν πολύ σκοτεινά και με έσπρωχναν αποδώ και αποκεί. Και βρέθηκα σε έναν πολύ στενό χώρο. Αριστερά- δεξιά, μόλις που χωρούσα. Μόνο ένα άνοιγμα έβλεπα από πάνω μου και από αυτό δεν χωρούσα να βγω ολόκληρος. Βγάζω λοιπόν το κεφάλι μου να πάρω καθαρό αέρα και τι να δω;
-Τι είδες παιδάκι μου;
Είχα συγκλονιστεί από την ιστορία, κρεμόμουν από τα μικρά του χείλη.
-Τη μαμά! Και κρατούσε ένα μεγάλο σφυρί! Και πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, μου είχε ρίξει μια δυνατή στο κεφάλι.
Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να τον διακόψω. Αν μου έκανε πλάκα. Αλλά συνέχισε σοβαρότατος.
-Μετά από λίγη ώρα συνήλθα. Ήμουν ζαλισμένος, αλλά δεν το πίστευα τι είχα δει. Μήπως το είχα ονειρευτεί; Βγήκα πάλι έξω να σιγουρευτώ αλλά, μπαμ! Την έφαγα πάλι κατακούτελα και σωριάστηκα στο κουτάκι μου.
Έλπιζα να λήξει κάπου εδώ το παραμύθι. Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι τι θα σκεφτεί ο δικηγόρος μου όταν το ακούσει. Ή ο κοινωνικός λειτουργός. Ή ο παιδοψυχίατρος. Αλλά συνέχισε απτόητος την ιστορία.
-Ε, τότε τσαντίστηκα! Σκέφτηκα ότι δεν μπορεί, θα της τη φέρω. Θα βγω και θα ξαναμπώ τόσο γρήγορα, που δεν θα προλάβει. Έχει κι άλλα δυο λαγουδάκια να κοπανάει άλλωστε.
Θαύμασα τη μαχητικότητά του.
-…Αλλά δυστυχώς, όπως και να το έκανα, πάντα την έτρωγα στο κεφάλι τελικά. Στην καλύτερη περίπτωση να με έπιανε ξώφαλτσα το σφυράκι της και να βούιζε περισσότερο το ένα αυτί από το άλλο. Λίγο πριν εξαντληθώ όμως, άνοιξε στο πλάι το κουτί μου και έπεσα έξω από το παιχνίδι. Η μαμά με περίμενε με χαμόγελο. Μου είπε ότι κέρδισε στο παιχνίδι. Ούτε ένα λαγουδάκι δεν της ξέφυγε.
Δεν την πιστεύω. Ο μεγάλος μου αδελφός σίγουρα θα ήταν πιο γρήγορος από μένα.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση ένα διαζύγιο. Προσπάθησα να παραμείνω ήρεμος. Να τον αγνοήσω; Μήπως το κάνει επίτηδες γιατί πιστεύει ότι εγώ αυτά θέλω να ακούω; Με δουλεύει; Με δοκιμάζει;
-Παιδί μου, του είπα ήρεμα, πέσε να κοιμηθείς τώρα.
Ο δικηγόρος μου θα ήταν περήφανος για μένα. Τίποτα ποινικά κολάσιμο, πλήρης ουδετερότητα. Βράχος αντικειμενικότητας ακλόνητος και αμέτοχος εγώ. Αλλά ο γιος μου διαφωνούσε.
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ μπαμπά. Και φταις εσύ. Σου είπα να μην προχωρήσω την ιστορία.
-Έχει περάσει η ώρα ύπνου σου και μιλάμε τόση ώρα. Γιατί δεν μπορείς να κοιμηθείς;
-Πονάει ακόμα το κεφάλι μου από τις σφυριές.