Το παρακάτω απόσπασμα είναι από αυτό το βιβλίο. Οι ώρες λειτουργίας του βιβλιοπωλείου “Πολιτεία” στην Αθήνα είναι εδώ.)
«Μου είσαι θυμωμένη;» Σταματάει, γυρίζει και μ’ αγριοκοιτάζει. Και να το μπροστά στα μάτια μου: Το γνωστό σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης γυναικείο βλέμμα που λέει «Φυσικά και είμαι θυμωμένη μαζί σου, κι αν σου περνάει απ’ το μυαλό να το παίξεις ότι δεν ξέρεις τον λόγο, έχε υπόψη σου ότι εγώ δεν πρόκειται να σου εξηγήσω τίποτα». «Τι έκανα;»
«Δεν είναι τι έκανες, αλλά τι δεν έκανες». «Εντάξει. Τι δεν έκανα;»
«Αυτό θα μου το πεις εσύ» λέει, μου γυρίζει την πλάτη και φεύγει.
Απ’ το μυαλό μου περνάνε σαν αστραπή όλα τα πιθανά σενάρια για τον λόγο που είναι θυμωμένη μαζί μου, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα που να βγάζει νόημα.
«Μαγκς». Τρέχω ξοπίσω της. «Με συγχωρείς που δεν έκανα αυτό που δεν έκανα. Αλλά ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό».
«Ο Σεμπάστιαν» μου πετάει έξαλλη. «Ε;»
«Εσύ κι ο Σεμπάστιαν. Έρχομαι στο σχολείο σήμερα το πρωί και όλος ο κόσμος ξέρει για σας τους δύο εκτός από μένα, φυσικά. Και υποτίθεται ότι είμαι και μία απ’ τις καλύ-τερές σου φίλες».
Έχουμε φτάσει σχεδόν έξω απ’ το αμφιθέατρο και ξέρω ότι με το που θα μπω μέσα θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσω την εχθρότητα της Ντόννα ΛαΝτόννα και των φίλων της, καθώς επίσης κι όλων εκείνων που δεν είναι φίλοι της, αλλά θα ήθελαν να γίνουν.
«Μάγκι» την εκλιπαρώ. «Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά. Δεν είχα τον χρόνο να σου τηλεφωνήσω. Είχα σκοπό να σ’ το πω με το που θα σε έβλεπα σήμερα το πρωί».
«Η Λάλι όμως το ήξερε» λέει, προφανώς χωρίς να χάψει τις δικαιολογίες μου.
«Η Λάλι ήταν μπροστά. Ήμασταν στην πισίνα όταν ήρθε να με πάρει».
«Και λοιπόν;»
«Έλα τώρα, βρε Μαγκούλα. Δε θα τ’ αντέξω να μου είσαι κι εσύ θυμωμένη».
«Τέλος πάντων». Ανοίγει την πόρτα του αμφιθεάτρου. «Θα τα πούμε αργότερα».