Το ροζ είναι η όψη που παίρνει το κόκκινο όταν βγάζει τα παπούτσια του και λύνει τα μαλλιά του. Το ροζ είναι το χρώμα του μπουντουάρ, το χρώμα των χερουβείμ, το χρώμα των πυλών του Παραδείσου. (Όχι μαργαριταρένιες ή χρυσές, πάρ’τε το χαμπάρι: ροζ.)
Το ροζ είναι αραχτό σαν το μπεζ, αλλά ενώ το μπεζ είναι μουντό και άοσμο και άγευστο, το ροζ είναι αραχτό με τουπέ. Ένα ροζ κτίριο φοράει καλά αυτό το τουπέ. Ξέρει ότι μοιάζει να είναι σαν σκαλισμένο σε τσιχλοφουσκα, σαν μεταλλαγμένο ραδιενεργό κοχύλι, σαν διαρροή από τη δεξαμενή όπου πάνε να βαφτούνε γέρικα φλαμίνγκο -αλλά δεν το νοιάζει. Απλώς κλείνει το μάτι, επιδεικνύει περήφανα την απόχρωσή του και, σαν πάνθηρας καρτούν που ξεπούλησε και το τελευταίο του ρολό οικιακής μόνωσης, γυρίζει το πρόσωπό του προς τον ήλιο.
Επειδή το ροζ, με τη μοναδική του θέση μέσα στο χρωματικό φάσμα, είναι ουσιαστικά μια παράδοξη απόχρωση, η απόχρωση επιλογής του διακοσμητή τόσο για μεξικάνικο μπορντέλο όσο και για νηπιαγωγείο, καλείται ως χρώμα να υποδηλώσει και το άσεμνο και το αθώο. Έτσι όταν περιγράφω κάτι ροζ, αναφέρομαι όχι μόνο στους καυτούς και πεινασμένους ασπασμούς ενός μήνα του μέλιτος αλλά και στο αγνό φιλί που έστελνε μια νεαρή σέξυ στάρλετ σε όλες τις τρεμάμενες βόρειες μάζες πριν βουτήξει σε μια διαφανή πισίνα μια πιο παλιά και αθώα εποχή.
Πείτε με γκέι, πείτε με περίεργο, πείτε με άσχετο με την παράδοση του τόπου μας, αλλά σε ό,τι αφορά τα παραλιακά ξενοδοχεία ή εξοχικά, σύντροφοι, έχω γίνει νομίζω άνθρωπος του ροζ. Είναι το κωλοδάχτυλο του χρωματικού βασιλείου.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης όταν ξεμένει από εξυπνάδες, πιάνει TR και σουλουπώνει σε σύγχρονα ελληνικά τέτοιες βαθυστόχαστες αναλύσεις χωρίς τις Αμερικανιές που τις κάνουν δυσνόητες αλλιώς. Το κάνει και για Μεξικάνικα κείμενα ενίοτε αλλά μόνο αν έχει πιει πολύ, ροζ βέβαια, σανγκρία ή έχει κόψιμο από τα χαλασμένα μπουρίτο.