“Είσαι πανέμορφη.”
-Δεν τα πιστεύω αυτά. Μόλις πηδηχτήκαμε. Μου φτάνει.
“Ε, λίγο είναι;”
-Κοίτα το πήδημα κατά τη γνώμη μου είναι και για όμορφες και άσχημες εξίσου. Ή όσους νομίζουν ότι είναι όμορφοι ή άσχημοι. Και είναι για όμορφες και άσχημες μέρες, δεν είναι να διαχωρίζεις, απλά να πηδάς. Δεν χρειάζομαι να είμαι όμορφη. Μου φτάνει να είμαι ο εαυτός μου. Και να πηδιόμαστε. Εσένα;
“Μερικές φορές νιώθω άσχημος. Συνήθως όταν δεν απαντώνται οι πόθοι μου. Ή όταν νιώθω άσχημα που έχω τέτοιους πόθους εξ’αρχής. Δεν είμαι τόσο καλός να τα εκφράζω μάλλον.”
-Μια φορά έγραψα ακριβώς πως ένιωθα για μια σχέση. Για τον σκύλο και πως τον χάιδευε πιο πολύ από εμένα. Ήταν τόσο αληθινό κείμενο που η καλύτερή μου φίλη όταν το διάβασε πέταξε ενστικτωδώς πάνω από το τετράδιο μια πετσέτα. Σα να ήθελε να κρύψει μια τόσο προσωπική ματιά από τον κόσμο. Σα να ήταν ανοιχτή πόρτα στην ψυχή μου και να την κάλυψε για να με προστατέψει.
Το κινητό του δονήθηκε.
“Πρέπει να φύγω. Αλλά θα σε βρω ξανά μόλις μπορέσω.”
Έμεινε ακίνητη. Πιο πολύ θόρυβο έκαναν μάλλον τα βλέφαρά της που ανοιγόκλεισαν, παρά αυτός φεύγοντας. Και στον ίδιο χρόνο περίπου. Δεν πρόλαβε να του πει το πρόβλημα με τον σκύλο. Ήταν αλλεργική στους σκύλους. Για να την ακουμπήσει μετά τον σκύλο έπρεπε να πλύνει πολύ καλά τα χέρια του. Ίσως για αυτό να τον χάιδευε πιο πολύ. Ο σκύλος δεν ήταν αλλεργικός σε γυναίκες.
Σηκώθηκε να πάει το ποτήρι στην κουζίνα. Κάθε γωνιά του σπιτιού είχε ακόμα πράγματα του πρώην. Αυτό το ξύλο που κουβάλησε από το νησί. Βρεγμένο έμοιαζε με γοργόνα κάπως, τώρα απλά σαν ξερό ξύλο. Το έβαλε στο τζάκι μαζί με τα άλλα. Γυρνώντας από το τζάκι, πιάστηκε το πόδι της στο παλιό χαλί του σαλονιού. Είχε χαλάσει στη γωνία εκεί που το χτυπούσαν συχνά όταν περνούσαν. Δεν το τύλιξε καν. Απλά το έσπρωξε να μαζευτεί δίπλα στον τοίχο. Ώρα να φύγει κι αυτό. Καλά, πότε και πως πρόλαβε να πηδάει την άλλη ο άτιμος; Ήταν πολύ αρχή στον γάμο τους που πήγαινε στα συνέδρια συχνά. Καλά θυμόταν; Ούτε που το πρόσεξε τότε. Ήταν απασχολημένη με τα παιδιά. Απασχολημένη με τη δουλειά της. Γενικά ήταν απασχολημένη. Αν πεθαίνει ο έρωτας, πεθαμένος ήταν εξ’αρχής. Ήθελε να αγαπήσει χωρίς να κατηγορεί κι ο αέρας που αναπνέει να διατηρεί το μυστήριο.
Τελικά αντί να το πλύνει, ξαναγέμισε το ποτήρι.
Έβγαλε τα σκουπίδια και τράβηξε καζανάκι χωρίς λόγο. Έτσι για ψυχολογικούς λόγους, να φύγουν τα σκατά που είχαν κολλήσει στο μυαλό της. Ποτάμια και αέρηδες στο κρανίο, τίποτα δεν συνδεόταν ξαφνικά, μεγάλα πλοία σε τεράστιους ωκεανούς, προς άγνωστα λιμάνια. Βύθισε το κεφάλι της στα χέρια και ήταν σαν πλώρη καραβιού, σα βαθύ άδειο πιάτο ζητιάνου, σαν επέκταση του στόματός της που ήθελε να ουρλιάξει αλλά δεν ήξερε τι. Αυτά που δεν γίνονται ξαφνικά έχουν γίνει και μοιάζουν με αυτά που πίστευε ότι δεν μπορούσαν να γίνουν, κλωστές ανάμεσα σε παράνομες περιοχές και στρώσεις του ανθρώπου που είναι στους εφιάλτες της νύχτας ή και της μέρας όταν από θαύμα το φως σπάει σπόρους αγάπης μέσα της για να ονειρευτεί ένα σώμα μέσα σε αυτό το σώμα με δομές που αναπνέουν και ξέρουν η μια την άλλη για να αναστηθεί με ενέργεια σε έναν κόσμο έξω από την φυλακή που ξέρει ότι δεν είναι.
Το τηλέφωνο χτύπησε πάνω στην ώρα. Σαν πυγμάχος που μόλις γλίτωσε το νοκ άουτ, με ευγνωμοσύνη άκουσε το καμπανάκι. Το σήκωσε. Ακουγόταν μηχανή αεροπλάνου μαζί με την φωνή του.
“Τελικά θα λείψω λίγες μέρες στο εξωτερικό.”
-Αχ, μπορώ να έρθω μαζί σου;
Τρόμαξε τον εαυτό της όσο παραξένεψε και αυτόν με την πρότασή της.
“Όχι, αποκλείεται!” Κάτι πόρτες, πάλι ήχοι αεροπλάνου. Κενό. “Θυμάσαι τι δουλειά κάνω; Σου το είπα.”
-Θυμάμαι τι είπες. Δεν έχει σημασία. Δεν θα ενοχλώ καθόλου.
“Καλά, γιατί όχι; Ετοιμάσου, σε δεκαπέντε λεπτά θα προσγειωθεί ένα ελικόπτερο στην ταράτσα σου να σε πάρει.”
Ήταν μια μέρα χωρίς κανόνες προφανώς. Κι οι δυο τους δεν είχαν όρεξη να το πολεμήσουν.
Φύσηξε αέρι ξαφνικό
Τα κλαδιά λύγισαν
Τα φύλλα θρόισαν
Και Ένα
Μόνο Ένα
Έφυγε ψηλά μαζί του.
Όχι τυχαία αυτό το φύλλο
Μ’αυτό τ’αέρι
Για όπου το πάει.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι διάσημος ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας. Δε στέλνει ελικόπτερα σε γυναίκες. Ίσα ίσα που αυτές στέλνουν ελικόπτερα σε αυτόν, συχνά οπλισμένα μάλιστα.