Ο έρωτας μοιάζει με πόλεμο στην αρχή. Ένα πόλεμο σφοδρό που ξεκινά στα χαρακώματα και τελειώνει με εκείνον που θα ματώσει πιο γρήγορα και θα πέσει πρώτος.
Όταν την πρωτοσυνάντησα, της ζήτησα απλά να την γνωρίσω λίγο καλύτερα. Την πήρα με το αμάξι μου και έβαψα κόκκινο το μαντήλι μου με τα χείλη της. Σταμάτησα απότομα το αμάξι έξω από το σημείο συνάντησης μας, της έδωσα το μαντήλι μου, όχι για να μη με λερώσει αλλά για να μπορώ να αγγίξω τα χείλη της όπως ήθελα εγώ και μετά σιωπή. Αυτή η σιωπή που ακολουθεί μετά από ένα ισχυρό σοκ, εξαιτίας ενός γεγονότος που ξέρεις ότι μετά από αυτό τίποτα πλέον δεν θα είναι ίδιο.
Η σιωπή αυτή έσπασε ένα χρόνο μετά, με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησε. Με μια απότομη κίνηση και ένα τράβηγμα. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν μαντήλι αυτό που τράβηξα αλλά «μαχαίρι» και σκότωσα τον έρωτα μας βάφοντας με το ίδιο κόκκινο την καρδιά της.
Είμαι πάνω από το “πτώμα” και κάνω νεκροψία, προσπαθώντας να ταξινομήσω τα αίτια του εγκλήματος, προς γνώση και συμμόρφωση. Καταρχάς νομίζω πως όλοι οι άντρες στην Ελλάδα είμαστε κατά φαντασίαν πρίγκιπες, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε πράσινοι βάτραχοι κολλημένοι στον πάτο της λάσπης. Δεν κυνηγάμε αυτό που θέλουμε αλλά αυτό που έχει ο διπλανός μας. Μεγαλώνουμε αλλά παραμένουμε σαν το παιδί, που θέλει την αποδοχή της μάνας ακόμα και για να γκομενίσει.
Κάποιες γυναίκες πάλι είναι φτιαγμένες να είναι πρωταγωνίστριες και άλλες ερωμένες. Μια πρωταγωνίστρια είναι χαμηλών τόνων, απλή σεμνή σχεδόν περνάει απαρατήρητη. Λάμπει πάνω στη “σκηνή”, ενώ στην καθημερινότητά της είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Μια ερωμένη είναι εντυπωσιακή, αποχαυνωτική, προκλητική.
Τι συμβαίνει όμως όταν συναντάς μια πρωταγωνίστρια ενώ έχεις ήδη πάθει αποχαύνωση από τις ερωμένες; Το λάθος είναι επόμενο. Ακόμα και το πιο έμπειρο μάτι αδυνατεί να προσδιορίσει την οφθαλμοφανή αυτή διαφορά. Αδυνατεί γιατί είναι κουρασμένο και πονάει. Προτιμά λοιπόν τα παυσίπονα από μια διαδικασία επιλογής και διάκρισης. Εγώ, προσωπικά, προτιμώ να καίγομαι παρά να διαρκώ. Να πονάω παρά να βαριέμαι.
Η αλήθεια είναι ότι όσο καιρό μείναμε μαζί, παίξαμε παιχνίδια σκληρά και τρυφερά. Την άλλαξα και με άλλαξε. Με έφτιαξε σαν άντρα και σαν επαγγελματία. Της άλλαξα την σκέψη και την πορεία. Έχω να την δω πέντε μήνες από τη μέρα του εγκλήματος. Ακούω τον ήχο από τα τακούνια της στο βάθος του διαδρόμου. Νιώθω ήδη να ανάβει την ηλεκτρική μου οδύνη με μόνη λύτρωση το κρύο της βλέμμα και τη γκρίζα φωνή της.
-«Τι κάνεις;», με ρωτάει.
Δεν της απαντάω τίποτα. Τι να της πω άλλωστε ότι είμαι καλά; Αφού δεν είμαι.
-«Με ακούς;» συνεχίζει και αισθάνομαι μια καλυμμένη οργή στη φωνή της, ίσως δικαιολογημένη, ανάμεικτη με προσμονή. Είναι όμως αδικαιολόγητα πανέμορφη. Δεν μπορώ να κρατηθώ και της το λέω.
-«Είσαι μια κούκλα!»
-«Σε ευχαριστώ, να’ σαι καλά.», μου απαντάει ψυχρά.
Μια ιστορία πάθους καταλήγει πάντα σε «θάνατο» όπως προανέφερα, και στη δική μας περίπτωση ο «θάνατος» ήταν διπλός. Σκότωσε το “παιδί” που είχα μέσα μου, κι εγώ από πείσμα σκότωσα τον ερωτά μας. Δεν περίμενα κάτι περισσότερο από αυτό που μου είχε δώσει ήδη, αγάπη, κατανόηση, συντροφικότητα, αλλά εκείνη είναι στο άλλο άκρο από αυτό που την είχα συνηθίσει. Εάν ήταν νευριασμένη ή στενοχωρημένη θα το καταλάβαινα. Εκείνη είναι απλά ψυχρή και αδιάφορη. Αφήνω τις σκέψεις κι επανέρχομαι σε αυτά που θέλω να της πω.
-«Μικρή , θέλω να σε ευχαριστήσω για όλα.»
-«Δεν έκανα τίποτα, μόνος σου τα έκανες όλα.»
Συνεχίζω ακάθεκτος χωρίς να την ακούω.
-«Θέλω να σε ευχαριστήσω γιατί μ’ έμαθες να συμπεριφέρομαι σαν άντρας και όχι σαν παιδί.» Γυρίζει, πιάνει αμήχανα και νευρικά τα μαλλιά της και διαγράφεται όλο το στήθος της. Ωχ, πραγματικά είχα ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν.
-«Είμαι σίγουρη πως θα συνεχίσεις την εκπαίδευση σου. Άλλωστε απ’ ότι βλέπω κυκλοφορείς πάντα με ωραίες γυναίκες.»
Αυτό ήταν, μου πέταξε το γάντι. Ή όλα ή τίποτα, λοιπόν.
-« Ξέρεις, μαγκιά δεν είναι να κυκλοφορείς με όμορφες γυναίκες. Μαγκιά είναι να κυκλοφορείς με γυναίκες που ομορφαίνουν τα πάντα γύρω σου. Εσύ ήσουν μία από αυτές.»
Την βλέπω έτοιμη να ανοίξει το στόμα της και να αρχίσει να διαμαρτύρεται. Δεν την αφήνω, όμως.
-«Σε παρακαλώ, σταμάτα να μιλάς και άκου. Πρώτον, ήμουν, είμαι και θα είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Δεύτερον, είσαι η πιο εκπληκτική γυναίκα που έχω γνωρίσει. Τρίτον και κυριότερο…» (της το ψιθυρίζω στο αυτί και παρατηρώ ένα δάκρυ έτοιμο να βγει αλλά που με πείσμα κρατιέται).
Της είχα πει στο παρελθόν πως αν ποτέ αποφάσιζα να ανταλλάξω όρκους πίστης και αγάπης με κάποια θα το έκανα τελείως ξαφνικά και αντισυμβατικά. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, μετά από τόσο καιρό και γνωρίζοντας πως είναι το τελευταίο που περιμένει να ακούσει από μένα μου βγήκε τελείως φυσικά.
Το βλέμμα της είναι βυθισμένο στα σκοτάδια αλλά το δικό μου παραμένει σταθερό. Μαντεύω την απάντηση, γι’ αυτό και δεν περιμένω να την ακούσω κιόλας.
Ο έρωτας είναι μια πράξη ποιητική, δεν ερμηνεύεται γιατί χάνει την αξία του. Μια ιστορία έρωτα τις περισσότερες φορές πεθαίνει. Πεθαίνει γιατί φθείρεται από την καθημερινότητα.
Αν δεν μπορούμε να τον κρατούμε ζωντανό, καλύτερα το τίποτα παρά το περίπου.