Μποέμισα, δυναμική, επαναστάτρια, η μούσα του Τσιτσάνη και άλλων συνθετών υπήρξε μία από τις κορυφαίες τραγουδίστριες του λαϊκού και ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού.Το μεγαλύτερο από τα παιδιά της εύπορης οικογένειας του Κυριάκου και της Ελένης Μπέλλου, η Σωτηρία, γεννήθηκε στο χωριό Χάλια κοντά στη Χαλκίδα στις 22 Αυγούστου 1921. Η αγάπη της για το τραγούδι άρχισε να ξετυλίγεται σε μικρή ηλικία, όταν λόγω του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη, άρχισε να ψέλνει στην Εκκλησία.
Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο τη Σοφία Βέμπο στην ταινία «Η προσφυγοπούλα». Έκτοτε έγινε το είδωλό της και άρχισε να τη μιμείται. Ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις των γονέων της, που δεν ήθελαν η κόρη τους να γίνει τραγουδίστρια, εκείνη εγκατέλειψε το σπίτι της και κατέβηκε στην Αθήνα. Ήταν τότε μόλις 17 χρονών.
Κατά τη διαμονή της στην Αθήνα, η Σωτηρία μπήκε σε κάποιες περιπέτειες που της άλλαξαν ριζικά τη ζωή. Παντρεύτηκε το Βαγγέλη Τριμούρα αλλά ο γάμος τους έληξε καταστροφικά, καθώς ύστερα από συνεχή κακοποίηση και καβγάδες, η Σωτηρία του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στις φυλακές «Αβέρωφ» ώσπου η ποινή της μειώθηκε σε 6 μήνες. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Χαλκίδα, όπου δεχόμενη την ίδια κακομεταχείριση και από την οικογένειά της, αποφάσισε να διακόψει τους δεσμούς και να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα.
Μετά την απελευθέρωση το 1944 και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα της Κατοχής και του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου και έχοντας φυλακιστεί και βασανιστεί πολλάκις, την ανακάλυψε σε μία ταβέρνα που τραγουδούσε ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης. Γοητευμένος από το ταλέντο της την σύστησε στον Βασίλη Τσιτσάνη.
Έτσι, το 1947 ήρθε η πρώτη ηχογράφηση με συνθέσεις του Τσιτσάνη, όπως «Τα Καβουράκια» και το «Κάνε λιγάκι υπομονή» και με αποκορύφωμα το «Συννεφιασμένη Κυριακή», ένα τραγούδι που η Σωτηρία με την ερμηνεία της κατάφερε να κάνει αθάνατο. Στο πλευρό του Βασίλη Τσιτσάνη, η εκκολαπτόμενη καριέρα της Μπέλλου εκτοξεύθηκε στα ύψη. Τραγουδώντας μαζί του γέμιζαν καθημερινά το στέκι του «Τζίμη του Χοντρού» και αργότερα –μέχρι το θάνατο του- το «Χάραμα». Καθιερωμένη, πλέον ως λαϊκή τραγουδίστρια συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες. Ανάμεσά τους ο Γιάννης Παπαΐωάνου («Κάνε κουράγιο καρδιά μου»), ο Γιώργος Μητσάκης «Ο Ναύτης», ο Απόστολος Καλδάρας και ο Μανώλης Χιώτης.
Η καριέρα της γνώρισε μία καμπή κατά τη δεκαετία του ΄60, όταν το ρεμπέτικο τραγούδι προσωρινά παραμερίστηκε από άλλα μουσικά είδη που έκαναν την εμφάνισή τους. Με τον ερχομό της Χούντας, όμως, η νεολαία αναζήτησε τις μουσικές της ρίζες με αποτέλεσμα η Μπέλλου να αγαπηθεί από την αρχή και να επιστρέψει στα λαϊκά κέντρα και τις μπουάτ της Πλάκας. Προχώρησε σε πρωτοποριακές συνεργασίες με πιο σύγχρονους συνθέτες, όπως ο Σαββόπουλος με τον οποίο τραγούδησαν το «Βαρύ Ζεϊμπέκικο», ο Ανδριανόπουλος, ο Μούτσης κ.α.
Ντυμένη πάντοτε αυστηρά, η Σωτηρία Μπέλλου ήταν πρώτη γυναίκα που «έπιασε» καρέκλα στο λαϊκό πάλκο, κάτι που μέχρι τότε ήταν κατοχυρωμένο μόνο για άνδρες. Παρέμεινε μέχρι το τέλος καθισμένη ανάμεσα στους μουσικούς με ένα τσιγάρο στο χέρι καθώς τραγουδούσε. Υπήρξε μία προσωπικότητα που σημάδεψε το λαϊκό τραγούδι όχι μόνο με τη φωνή της αλλά και με τη γνησιότητα και την ειλικρίνειά της. Δεν έκρυψε ποτέ της το πάθος της για το τζόγο, γεγονός που την άφησε άπορη τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Σεβαστή από Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες και από όλες τις ηλικίες με τη φωνή, την ερμηνεία και τα τραγούδια της επηρέασε τη ρεμπέτικη σκηνή για περισσότερο από μισό αιώνα. Στις 27 Αυγούστου 1997 και σε ηλικία 76 χρονών, η Ελληνίδα τραγουδίστρια Σωτηρία Μπέλλου εξασθενημένη από τον καρκίνο του φάρυγγα που την ταλαιπωρούσε και έχοντας ήδη χάσει τη φωνή της, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.