Απόσπασμα από το βιβλίο της Άριας Σωκράτους, Της Μοίρας Παιχνίδια (εκδ. ΔΥΑΣ)
Η ηλικιωμένη γυναίκα κοίταζε με απλανές βλέμμα έξω από το παράθυρο της.
Ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα και ο κήπος της κλινικής έμοιαζε χαρά Θεού με τα ανθισμένα ψηλά δέντρα και τα πολύχρωμα σπάνια λουλούδια και φυτά. Γι’ αυτήν όμως και αυτή ημέρα ήταν η ίδια σαν τις τόσες άλλες που πέρασαν και τις επόμενες που θα ερχόντουσαν σαν απρόσκλητος και ανεπιθύμητος επισκέπτης στη ζωή της.
Για εκείνη οι ώρες, οι μέρες, οι βδομάδες και τα χρόνια που κυλούσαν αφήνοντας ανελέητα τα σημάδια τους στο γερασμένο της κορμί και το κουρασμένο της μυαλό ήταν ο μεγαλύτερος της εχθρός. Δεν είχε πλέον τίποτα και κανέναν να περιμένει και ούτε ήθελε να αλλάξει τίποτα στην μονότονηκαι άχρωμη ζωή της.
Πίστευε πώς η ελπίδα είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση και η πιο ύπουλη παγίδα στη ζωή ενός ανθρώπου, επειδή διαιωνίζει και εντείνει βασανιστικά το μαρτύριο της αναμονής.
Τόσα χρόνια πλέον το είχε μάθει καλά και δεν είχε σκοπό να αλλάξει ιδέες και μυαλό τώρα στα γεράματα. Ειδικά τώρα που το μυαλό της σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς δεν λειτουργούσε κανονικά όπως όλους τους υπόλοιπους φυσιολογικούς ανθρώπους. Βέβαια δεν της το είχαν πει έτσι ακριβώς, αλλά με πολύπλοκους και ακαταλαβίστικους ιατρικούς όρους από τους οποίους έβγαινε μόνο ένα και μοναδικό συμπέρασμα. Ότι ήταν τρελή και μάλιστα με τη βούλα. Τι σημασία είχαν όλες αυτές οι γαρνιτούρες και τα περιτυλίγματα που προσπαθούσαν διακαώς να της σερβίρουν; Η αλήθεια ήταν αυτή και δεν επιδεχόταν καμία αμφισβήτηση.
Οι σκέψεις της διακόπηκαν από το σφύριγμα της πόρτας που άνοιγε. Τι στο καλό, τόσες χιλιάδες ευρώ έπαιρναν κάθε μήνα εκεί μέσα απ’ αυτήν και δεν μπορούσαν να της αλλάξουν μία πόρτα που έτριζε;
Πολυτέλειες που τις απολαμβάνουν οι λίγοι και οι εκλεκτοί, σου λέει και ο άλλος μετά. Μπούρδες.
Απλώς, εκτός από τις ασαφείς και πολυσύνθετες ιατρικές έννοιες που αράδιαζαν εκεί μέσα καθημερινά, ήξεραν πολύ καλά και πώς να τα μασάνε από τους δυστυχισμένους εκείνους που η άδικη μοίρα τους έριξε εκεί μέσα.
«Συγγνώμη αν σας ενοχλώ. Έχετε επίσκεψη. Να πω στην κυρία να περάσει;», ρώτησε διστακτικά μια ντελικάτη νοσοκόμα.
«Τι με ρωτάς και δεν την αφήνεις να περάσει μέσα; Σάμπως και με επισκέπτεται και κανείς άλλος για να έχω τη δυνατότητα επιλογής;», απάντησε η ηλικιωμένη θυμωμένα.
Η νοσοκόμα χωρίς να μιλήσει έστρεψε το βλέμμα της προς την πόρτα και έκανε νόημα στη γυναίκα που περίμενε έξω να περάσει στο δωμάτιο.
(Το βιβλίο κυκλοφορεί από την ΔΥΑΣ εκδοτική και μπορείτε να το προμηθευτείτε κάνοντας ένα κλικ εδώ και εδώ.)