Σκηνή 1η.
Ταξίδι με το Λάντσια Δέλτα Αθήνα – Πόρτο-χέλι. Στο αυτοκίνητο ακούμε κασέτες Κηλαηδόνη, Σαββόπουλου και Χάρυ Κλυνν και όταν δεν τσακώνονται οι γονείς μου ή δεν κοιμόμαστε στο πίσω κάθισμα εγώ ή η Αριάδνη τραγουδάμε όλοι μαζί οικογενειακά. Η σκηνή αυτή επαναλαμβάνεται κάθε καλοκαίρι και Πάσχα με ελάχιστες παραλλαγές. Αίσθηση ανεμελιάς και πραγματική οικογενειακή ευτυχία. Χρόνια μετά ταξιδεύαμε με την δική μου οικογένεια και ακούγαμε κηλαηδόνη. Η αίσθηση ηταν η ίδια.
Σκηνή 2η.
Ιούλιος του 1982. Συναυλία Κηλαηδόνη στον Λυκαβηττό. Η μάνα μου ως τεράστια φαν, σχεδόν χούλιγκαν, έχει κλείσει εισιτήρια και θα πάρει και την εφτάχρονη αδερφή μου. Μέλος επίσης η μάνα μου της παγκοσμίου γνωστής πολιτιστικής ομάδας κύτταρο, μαθαίνει ότι την ίδια μέρα έχουν τρομερά σημαντική συνάντηση να συζητήσουν για τα καθέκαστα που λένε. Δικαιολογεί την επερχόμενη απουσία της, πρέπει να πάει στην πάτρα, στην ξαδέρφη της, πολυ σοβαρό θέμα υγείας. Η συναυλία εκτάκτως μεταδίδεται λάιβ. Η μάνα μου με την εφτάχρονη αδερφή μου στην πρώτη σειρά και σχεδόν σε όλα τα πλάνα που φαίνεται το κοινο, είναι η κοπέλα (5 χρόνια μικρότερη από εμένα σημέρα, χριστέ μου τι συνειδητοποίηση κι αυτή) με το τσιγάρο στο χέρι και το κοριτσάκι μπροστά της που φαίνεται στο 0:55-1:00 και σε πολλά άλλα σημεία του συνημμένου βίντεο. Κλυδωνίζεται σοβαρά η θέση της στην πολιτιστική αυτή ομάδα αλλά γαλουχείται μια ακόμη φαν στα όρια του χουλιγκανισμού, δλδ η αδερφή μου. Κάτι κερδήθηκε, κάτι χάθηκε.
Σκηνή 3η.
Το καλοκαίρι του 86 πηγαίνουμε δυο φορές στην Αμοργό, μία με τη μητέρα μου και την αδερφή της, μία με τον πατέρα μου. Χρόνια μετά κατάλαβα ότι είχαν τσακωθεί αλλά τι να κάνουμε, τσακώνονται οι αθρώποι, ειδικά αν αγαπιούνται τόσο εμμονικά όπως οι γονείς μου. Εκεί γνωρίζουν μια παρέα, τον Κώστα, την Ελένη και τον Γιάννη. Από τότε και για δέκα περίπου χρόνια περνάμε τα καλοκαίρια στην Αμοργό. Μερικές φορές τα βράδυα μεθάνε και γυρνώντας στο σπίτι τραγουδάνε το πάρτυ του Κηλαηδόνη. Ενίοτε το τραγούδι διακόπτεται από μπουγέλα. Η ζωή μοιάζει απίστευτα διασκεδαστική.
Σκηνή 4η.
Κατασκήνωση. Διαγωνισμός τραγουδιού. Με τον φίλο Θωμά Κιάο φτάνουμε αέρα μέχρι τον τελικό. Εκεί το αντίπαλο δέος, ο Χριστόφορος τραγουδάει το wind of change των scorpions συνοδεία κιθάρας ενός ομαδάρχη. Εμείς αποφασίζουμε να πάμε με αυτό που αγαπάμε. Είμαι ενας φτωχός και μόνος καουμπόι, συνοδεία του Θανάση ο οποίος όταν είπαμε το πάμε ντόλυ χλιμίντρισε, τρομερό εφέ, δουλεμένο στην πρόβα. Το κοινο μας αποθεώνει. Οι κριτές ψηφίζουν Χριστόφορο. Συνειδητοποίηση της αδικίας που πλημμυρίζει αυτόν τον κόσμο. Δεν κλαίμε αλλά μέσα μας ο πόνος είναι αφόρητος. Στο πάρτυ μετά το διαγωνισμό ο Χριστόφορος χορεύει μπλουζ με την Βικτώρια που την είχα μεγάλη καψούρα.
Ήταν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα τα τραγούδια του με ανέμελα βιώματα που κάθε νότα, κάθε στίχος επαναφέρουν στο μυαλό μέρος αυτης της μαγικής αίσθησης. Και αν κάτι μας λείπει σήμερα όσο τίποτα άλλο, αυτό είναι η ανεμελιά και αυτή η ανάλαφρη μα τόσο υγιής θεώρηση της ζωής που τραγούδησε και μελοποίησε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.
Από το facebook του Α.Λουκάκου, Αντρέα αν δεν σου αρέσει που το ανέβασα καλά να πάθεις, κάνε blog γιατί τα πιο πολλά σου κείμενα είναι γαμάτα και βλακεία σου που τα κρύβεις εκεί.