Τάνια Καραμάνου
Πολιτεία ημιδιάφανη σαν κρύσταλλος από τοπάζι
κυβόσχημα ραγίζει τ’ ασβεστολιθικό θεμέλιο ίζημα,
ανατέλλει μέσα απ’ τα χαλκώματα αρχαίου καρνάγιου
κι ανθίζει στην πέτρα έργο περίπου χαρακτικό.
Κόκκινο χώμα σηκώνει στον ήλιο να περιγράψει
τη ράχη μιας ώριμης γυναίκας με χρώμα γλαύκο
που πάνω απ’ τον αριστερό της ώμο, αειθαλής˙
κοιτάζει τ’ αρχιπέλαγο να την κυκλώνει
σ’ άβατο βράχο ημισέληνο.
Κατοίκησα εδώ κι εγώ για λίγο,
με ένα δόγμα σε κάθε βλέφαρο μισόκλειστο
από το ταξίδι και το αλάτι του ανέμου της Συρ
που ορειχάλκινο πέπλο κάθε ιούλιο υφαίνει,
τη γοργόνα των χαμένων ναυτικών του Κίνι
να γδύσει σε ενσώματη στεριά.
Θα επιστρέψω κάποτε,
αφού μου χαλάσει ο καιρός κάθε ματαιοδοξία
έτερου τόπου και φυγής και λήθης, επιτέλους˙
να ριζώσω
στη σκιά μιας μπουκαμβίλιας της οδού Σουρή
ή να σταθώ βόρεια
μπροστά σε μιας ξερολιθιάς τη νοητή ακμή
ανάμεσα στη Δήλο και τη Γυάρο,
στοχεύοντας τα κύματα να ακροβατούν
σ’ ένα αμπελόφυλλο
με του δείκτη και του αντίχειρά μου
το ηλιοτρόπιο.