Φανταστείτε πως βρίσκεστε στη μέση μιας παρτίδας σκάκι και μόλις έχετε κάνει μια κίνηση.
Ο ψυχοθεραπευτής σάς ρωτάει: «Τι σε έκανε να κάνεις αυτή την κίνηση;» «Να, ήθελα να πάρω τον πύργο», απαντάτε, αβέβαιοι για το σκοπό της ερώτησης. Μα θα συνεχίσει να σας κάνει ερωτήσεις για να βρει την υποτιθέμενη ψυχολογική αιτία αυτής της κίνησης, με τη βεβαιότητα ότι υπάρχει κάποια εξήγηση πέραν της απάντησής σας, και μπορεί να καταλήξετε να λέτε την ιστορία της ζωής σας για να ικανοποιήσετε τις υποθέσεις του. Μια παλιότερα πολύ δημοφιλής, μα τώρα υπό σοβαρή κριτική, ψυχολογική θεωρία θα έλεγε ότι η παρούσα επιθετική συμπεριφορά σας, η θέληση να πάρετε τον πύργο, οφείλεται σε κάποια απογοήτευση του παρελθόντος.
Ο ψυχαναλυτής θα σας έκανε την ίδια ερώτηση: «Τι σε έκανε να κάνεις αυτή την κίνηση;» ‘Οταν θα απαντούσατε: «Να, ήθελα να πάρω τον πύργο», θα συνέχιζε λέγοντας: «Πολύ ενδιαφέρον. Τι σε έκανε να πεις πως αυτός ήταν ο λόγος που έκανες αυτή την κίνηση;» Θα μπορούσατε να βγάλετε πάλι από μέσα σας την ιστορία της ζωής σας ή τουλάχιστον τα κεφάλαια της παιδικής σας ηλικίας. Αν ακόμη δεν είναι ικανοποιημένος, μπορεί να θεωρήσει δεδομένους κάποιους λόγους που εσείς δεν γνωρίζετε, γυρίζοντας στη βρεφική σας ηλικία. Μια σύγχρονη μα επίσης υπό σοβαρή κριτική ψυχαναλυτική θεωρία θα υποστήριζε ότι η κτητική σας συμπεριφορά, η θέληση να πάρετε τον πύργο, πηγάζει από την καταπιεσμένη α- νασφάλειά σας που προκλήθηκε κατά τον απογαλακτισμό σας.
Ο ψυχίατρος θα σας έκανε την ίδια ερώτηση: «Τι σε έκανε να κάνεις αυτή την κίνηση;» Ξανά θα απαντούσατε: «Να, ήθελα να πάρω τον πύργο». Αμέσως ο ψυχίατρος θα συμβουλευόταν την τελευταία έκδοση του Εγχειριδίου Διαγνωστικής και Στατιστικής μέχρι να βρει πια διαταραχή προσωπικότητας ταιριάζει καλύτερα στα συμπτώματά σας. Α, να το: «Επιθετική κτητική διαταραχή προσωπικότητας». Μια επίσης σύγχρονη, αλλά υπό αυξανόμενη κριτική, ψυχιατρική θεωρία θα είχε δια- γνώσει τη συμπεριφορά σας ως σύμπτωμα εγκεφαλικής ασθένειας και θα είχαν χρησιμοποιηθεί φάρμακα για να κατασταλεί αυτό το λεγόμενο σύμπτωμα.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω ο φιλοσοφικός σας θεραπευτής μπορεί να σας ρωτούσε: «Τι νόημα, σκοπό ή αξία έχει αυτή η κίνηση για σας τώρα;» και «Τι επιπτώσεις θα έχει στην επόμενη κίνησή σας;» και «Πώς αξιολογείτε τη συνολική κατάστασή σας στο παιχνίδι αυτό και πώς μπορείτε να τη βελτιώσετε;». Ο φιλόσοφος βλέπει την κίνηση όχι σαν αποτέλεσμα κάποιας αιτίας του παρελθόντος μα σαν κάτι σημαντικό στο παρόν πλαίσιο του παιχνιδιού, καθώς και σαν αιτία για μελλοντικά αποτελέσματα. Θα αναγνωρίσει ότι έχετε την επιλογή των κινήσεων που κάνετε και θα δει την αιτία των κινήσεων σαν κάτι σχετικό μα όχι σαν μια συνολική εξήγηση.
Νομίζω πως είναι προτιμότερο να ζεις τη ζωή σου παρά να σκαλίζεις συνεχώς το παρελθόν. Αν το κάναμε αυτό, ακόμη και το πιο ανθεκτικό φυτό δεν θα αναπτυσσόταν ποτέ, άσχετα με το πόσο λίπασμα θα του ρίχναμε. Η ζωή δεν είναι ασθένεια. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Η φιλοσοφική συμβουλευτική ξεκινάει από αυτό το δεδομένο και προχωρεί στο παρόν, βοηθώντας τους ανθρώπους να αναπτύξουν έναν παραγωγικό τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου και παράλληλα ένα περιεκτικό σχέδιο για το πώς να δρουν στην καθημερινή τους ζωή.
Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ
Η φιλοσοφία και οι επιστήμες αποτελούσαν κάποτε μία και την αυτή ενασχόληση. Ο Αριστοτέλης μελέτησε αστρονομία και
ζωολογία όσο και λογική και ηθική. Ο Ρόμπερτ Μπόιλ (νόμος του Μπόιλ: ο όγκος ενός αερίου, σε σταθερή θερμοκρασία, είναι αντιστρόφως ανάλογος της πίεσης που του ασκείται) θα έβαζε τον τίτλο «πειραματικός φιλόσοφος» στο βιογραφικό του. Οι νόμοι της κίνησης ανακαλύφθηκαν από τον φυσικό φιλόσοφο σερ Ισαάκ Νευτωνα, ενώ η θεωρία της βιολογικής εξέλιξης από τον φυσικό φιλόσοφο Κάρολο Δαρβίνο. Οι φιλόσοφοι σαν και αυτους ασχολούνταν με τον πειραματισμό και τις μετρήσεις του κόσμου που τους περιέβαλλε, μια διαδικασία που άρχισε σαν επέκταση ερωτημάτων του τυπου: «Πώς λειτουργεί ο κόσμος;», ερωτήματα που οι περισσότεροι φιλόσοφοι έθεταν. Πριν την επιστημονική επανάσταση του δεκάτου εβδόμου αιώνα, οι δυο αυτές προσεγγίσεις {φιλοσοφική και επιστημονική} ήταν πιο πολύ συνδεδεμένες παρά ξεχωριστές.
Τελικά η επιστήμη και η φιλοσοφία ακολούθησαν αποκλί- νουσες πορείες, και η δυτική ιατρική, μετά από αιώνες στα χέρια τσαρλατάνων, κουρέων, φρενολόγων και διανομέων φιδε- λαίου, συμμάχησε τελικά με την επιστήμη. Η ψυχιατρική αναπτύχθηκε ως ένας κλάδος της στοιχειώδους ιατρικής κατά τον δέκατο όγδοο και καθιερώθηκε τον εικοστό αιώνα, χάρη στον Φρόιντ. Η ιατρική αποτελεί επίσης μια ισορροπία επιστήμης και τέχνης: αξονικές τομογραφίες και ιατρικές συμβουλές, χημειοθεραπεία και τεχνικές απεικόνισης, ηλεκτροκαρδιογραφήματα και δεύτερες γνώμες. Η φροϊδική ψυχανάλυση και όλες οι επακόλουθες μορφές της που αναπτύχθηκαν από τους αποσκιρτήσαντες μαθητές του Φρόιντ (Γιουνγκ, Άντλερ, Ράιχ, Μπάροσυ, Χόρνι και άλλους) μοιάζουν όλο και περισσότερο με μια σχισματική θρησκεία. Οι φροϊδιστές ψυχαναλυτές είναι τόσο διαιρεμένοι και αμοιβαία εχθρικοί με τους οπαδούς του Γιουνγκ όσο οι φανατικοί ορθόδοξοι με τους εκσυγχρονιστές Εβραίους, οι καθολικοί με τους προτεστάντες χριστιανούς και οι σιίτες με τους σουνίτες μουσουλμάνους. Δεν είναι ανάγκη να είσαι γιατρός για να γίνεις ψυχαναλυτής, πρέπει όμως να προσχωρήσεις με κάθε κόστος σε ένα συγκεκριμένο δόγμα.
Η φιλοσοφία του Φρόιντ για την ψυχιατρική ήταν ότι όλα τα νοητικά προβλήματα (τα οποία αποκαλούσε νευρώσεις και ψυχώσεις) μπορούσαν πάντα να εξηγηθούν βάσει φυσικών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, πίστευε πως κάθε νοητική ασθένεια προκαλείται από μια εγκεφαλική ασθένεια. Και ακριβώς εκεί έχει καταλήξει και η μοντέρνα ψυχιατρική. Οποιαδήποτε συμπεριφορά μπορεί να καταλήξει στο Εγχειρίδιο Διαγνωστικής και Στατιστικής (DSM), όπου και θεωρείται σύμπτωμα κάποιας υποτιθέμενης διανοητικής ασθένειας. Παρόλο που οι περισσότερες από τις αποκαλούμενες διανοητικές ασθένειες του εν λόγω εγχειριδίου δεν έχει ποτέ αποδειχθεί ότι οφείλονται σε εγκεφαλική ασθένεια, η φαρμακευτική βιομηχανία και οι ψυχίατροι που συναστούν τα φάρμακά της είναι αφοσιωμένοι στο να αναγνωρίσουν όσες περισσότερες «διανοητικές ασθένειες» μπορούν. Γιατί; Για τους συνηθισμένους λόγους: δύναμη και κέρδος.
Λάβετε υπόψη το εξής: Το 1952 το DSM-Ι κατέγραφε 112 διαταραχές. Το 1968, το DSM-II κατέγραφε 163. Το 1980 το DSM-III κατέγραφε 224. Η τελευταία έκδοση, το DSM-IV του 1994, καταγράφει 374 διαταραχές. Στη δεκαετία του 1980, οι ψυχίατροι υπολόγιζαν ότι ένας στους δέκα Αμερικανούς ήταν διανοητικά ασθενής. Στη δεκαετία του 1990 ήταν ένας στους δύο. Σε λίγο θα είναι όλοι, εκτός βέβαια από τους ψυχίατρους. Ανακαλύπτουν παντού «διανοητική ασθένεια», εκτός από το εργαστήριο, και σας δίνουν συνταγές για τόσα φάρμακα όσα πληρώνει η ασφαλιστική σας εταιρεία.
Ενώ σίγουρα υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής και εγκλεισμού σε ψυχιατρείο για να να μην προκαλέσουν κακό στον εαυτό τους και σε άλλους, ο αριθμός τους σίγουρα δεν είναι ένας στους δυο Αμερικανούς, ή ένας στους δέκα ή ένας στους εκατό. Κατά το μέγιστο, η προσωπική δυστυχία, οι διαμάχες μεταξύ ομάδων, η χονδροειδής απρέπεια, η σύγχυση, η επιδημία εγκληματικότητας και ο οργασμός βίας είναι προϊόντα όχι μιας κοινωνίας διανοητικά άρρωστης, αλλά ενός συστήματος το οποίο, λόγω έλλειψης διοίκησης με όραμα και φιλοσοφικής αρετής, έχει επιτρέψει και έχει ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία δεν υπάρχει ηθική τάξη. Παρόλο που οι φιλόσοφοι έχουν κατά κύριο λόγο παραμείνει σιωπηλοί πάνω σε αυτό το θέμα, οι ε- παγγελματίες της εφαρμοσμένης φιλοσοφίας μπορούν να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της ηθικής τάξης και της «διανοητικής υγείας» των τελείως εξαχρειωμένων πολιτών μας. Η ηθική τάξη δεν είναι φάρμακο, μα έχει καταπληκτικές παρενέργειες.
Η ψυχολογία δεν εμφανίστηκε ως τομέας μελέτης ανεξάρτητα από άλλους τομείς πριν το 1879, όταν ο Βίλχελμ Βουντ άνοιξε το πρώτο ψυχολογικό εργαστήριο. Πριν από αυτό οι παρατηρήσεις και οι ιδέες που σχετίζονταν με την ψυχολογία ήταν πρόνοια των φιλοσόφων. Ακόμη και αφού η ψυχολογία ανεξαρτητοποιήθηκε, η ψυχολογία και η φιλοσοφία παρέμει- ναν δίδυμες επιστήμες κατά τον εικοστό αιώνα. Ο Ουίλιαμ Τζέιμς, που θεωρείται μεγάλος στοχαστής και στους δυο τομείς, είχε και τις δυο έδρες στο Χάρβαρντ στις αρχές της δεκαετίας του 1900, ενώ τις ίδιες αρμοδιότητες είχε, τη δεκαετία του 1940, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ο Σίριλ Τζόαντ. Αλλά οι δυο τομείς απέκλιναν τον τελευταίο αιώνα με την ψυχολογία να φεύγει από το πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών και να τοποθετείται στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Παρά τη θέση του στον κόσμο της φιλοσοφίας, ο Τζέιμς ήταν ένας από τους κυρίους υποστηρικτές της μετατροπής της ψυχολογίας σε επιστήμη. Όπως ο ίδιος έγραψε: «Ευχόμουν, φερόμενος στην ψυχολογία σαν σε φυσική επιστήμη, να τη βοηθήσω να γίνει».
Με τον ερχομό της συμπεριφοριστικής ψυχολογίας, το σχίσμα ολοκληρώθηκε. Συμπεριφοριστές ψυχολόγοι όπως ο Τζον Ουότσον και ο Μπ. Φ. Σκΐνερ έφεραν τα ερωτήματα τους για την ανθρώπινη φύση στο εργαστήριο και πειραματίστηκαν πάνω σε αυτά. Αυτό απέχει πολΰ από την προσέγγιση, επιτομή της οποίας αποτελεί το άγαλμα 0 Σκεητόμενος του Ροντέν (σαγόνι στο χέρι, αγκώνας στο γόνατο, χαμένος στη σκέψη), την οποία προτιμούν οι φιλόσοφοι. Μα είτε αναπτύσσεις τις ιδέες σου έχοντας φραστικές μονομαχίες με τον Σωκράτη είτε περνώντας ποντίκια από λαβυρίνθους, τα ερωτήματα που θέτεις τελικά είναι βασικά τα ίδια: Τι κάνει το ανθρώπινο ον να λειτουργεί; Είναι λογική θέληση ή ρυθμιζόμενη ανταπόκριση; Αν είναι και τα δυο, πώς αλληλεπιδρουν;
Οι φιλόσοφοι ήταν πάντα παρατηρητές της ανθρώπινης φύσης, κάτι που ακοΰγεται σαν περιγραφή του επαγγέλματος του ψυχολόγου. Οποιαδήποτε φιλοσοφία της ανθρωπότητας θα ήταν ατελής χωρίς ψυχολογική ενόραση. Η ψυχολογία επίσης αποτυγχάνει όταν της λείπει η φιλοσοφική ενόραση και οι δυο τομείς είναι πιο φτωχοί λόγω του διαχωρισμού τους. Μερικοί τομείς της φιλοσοφίας, όπως η λογική, απέχουν πολΰ από την ψυχολογία. Κατά κύριο λόγο όμως, η φιλοσοφία βασίζεται σε παρατηρήσεις, αισθητηριακά δεδομένα, αντιλήψεις και εντυπώσεις, όλα αυτά που διαπερνούν τον τομέα της ψυχολογίας. Όταν βλέπουμε τον κόσμο, δεν είναι απαραίτητο ότι βλέπουμε καθαρά αυτό που είναι μπροστά μας. Παιχνίδια φυσιολογίας και υποκειμενικές εξηγήσεις σχεδόν πάντα παίζουν σημαντικό ρόλο. Αυτή η παρεμβολή, της διαφοράς μεταξύ αντικειμένου και εμπειρίας, είναι ψυχολογία και καμία φιλοσοφική θεώρηση δεν στέκει χωρίς αυτήν.
Η συμπεριφοριστική ψυχολογία, με την κυρία προσέγγισή της ερέθισμα-αντίδραση, θεωρεί ένα άτομο σαν μηχανή ρυθμισμένη ή προγραμματισμένη για αρκετά επιθυμητά αποτελέσματα. Απλά χρειάζεται να βρούμε και να χρησιμοποιήσουμε το κατάλληλο ερέθισμα. (Αυτή τη θεωρία επιβεβαίωνε ο ΓΙαβλόφ όταν προκαλοΰσε την έκκριση σάλιου σε σκέλους με τον ήχο ενός κουδουνιού, αφού τους είχε πρώτα εκπαιδεύσει να τους δίνει φαγητό χτυπώντας πριν ένα κουδούνι.) Πολλά όμως αποκρυπτονται από αυτή την παύλα ανάμεσα στο ερέθισμα και την αντίδραση. Όλα τα πλούσια, σημαντικά μέρη της ψυχολογίας, και της ανθρώπινης φύσης, παραλείπονται όταν περιορίζουμε όλες τις ενέργειες σε ένα απλό αίτιο και αποτέλεσμα. Το να θεωρούμε τον άνθρωπο τίποτα παραπάνω από ένα πλάσμα που ανταποκρίνεται με ελεγχόμενους τρόπους σε συγκεκριμένα ερεθίσματα ελαττώνει την ανθρωπιά μας. Αδιαφορεί για την ψυχή, το φαινομενικό αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας. Είμαστε κάτι πολύ περισσότερο από το σύνολο των αναμενόμενων αντιδράσεών μας. Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στη ζωή μας από μια σειρά προδιαγεγραμμένων αντιδράσεων. Το πρόβλημα της μοντέρνας ψυχολογίας, ως επιστήμης, είναι ότι προέρχεται ή είναι επηρεασμένη από τη συ- μπεριφοριστική ψυχολογία και την επακόλουθη απογύμνωση της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η εφαρμογή της επιστημονικής μεθόδου αποφέρει κάποιες σημαντικές πληροφορίες για τους ανθρώπους και τον τρόπο
λειτουργίας τους. Και παρόλο που μπορεί να ξεχωρίσει ΐνες επίγνωσης, η ψυχολογία ποτέ δεν θα αποκαλΰψει το πλήρες πολύπλοκο ψηφιδωτό της ανθρώπινης φύσης. Για παράδειγμα, άσχετα με το αν είναι μια ορθή επιστημονική μέθοδος, η συ- μπεριφοριστική ψυχολογία δεν θα αποφέρει ποτέ ένα σύστημα αξιών, ένα από τα κυρία συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης και αντικείμενο στο οποίο είναι αφιερωμένο ένα ολόκληρο ρεύμα φιλοσοφίας. Εάν η πρόκληση μιας πράξης είναι καθαρά θέμα του κατάλληλου ερεθίσματος, τότε οι άνθρωποι περιορίζονται στο να κάνουν τα πάντα απλά για να ανταμειφθουν ή να αποφυγουν την τιμωρία. (Δηλαδή το ερέθισμα είναι ή κα- ρότο ή ραβδί.) Υπό αυτές τις συνθήκες, υπάρχει κάτι που να μπορεί να χαρακτηριστεί καλή πράξη; Θα ήταν δυνατό να κάνει κανείς το σωστό απλώς και μόνο επειδή αυτό είναι το σωστό και να μην κάνει το λάθος επειδή απλώς και μόνο είναι λάθος;
Οι συμπεριφοριστές θα έλεγαν ότι εάν ασκούσαν επάνω μας ένα δυσάρεστο ηλεκτρικό σοκ κάθε φορά που βοηθούσαμε μια γηραιό κυρία να διασχίσει το δρόμο, σύντομα θα σταματούσαμε τη συνήθεια του καλού Σαμαρείτη. Επίσης υποστηρίζουν ότι θα μπορούσαν να μας κάνουν να τη σπρώχνουμε κάθε φορά που περνάμε από δίπλα της στο δρόμο, αρκεί να μας έδιναν την κατάλληλη ανταμοιβή κάθε φορά που το κάναμε. Έτσι κάνουν τους ανθρώπους να φαίνονται ρηχοί, αγνοώντας την πλούσια εσωτερική διανοητική μας ύπαρξη. Είμαστε πολύ πιο ποικίλοι και περίπλοκοι από τα ποντίκια που συνεχίζουν με μανία να πιέζουν το μοχλό που συνήθως τους παρέχει τροφή αρκετό καιρό αφού έχει σταματήσει να έρχεται η ανταμοιβή. (Βέβαια όλοι έχουμε τις στιγμές μας που δεν συμπεριφερόμαστε πιο έξυπνα από τα ποντίκια, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.)
Ένα από τα ανθρώπινα χαρίσματα είναι η δυνατότητα να παρέχουμε τα δικά μας εσωτερικά ερεθίσματα. Μερικές φορές υποσχόμαστε στον εαυτό μας ένα παγωτό μετά από κάποια δυσάρεστη δραστηριότητα, και έτσι χρησιμοποιούμε αυτά που μάθαμε από τους συμπεριφοριστές ψυχολόγους. Μπορούμε όμως να δώσουμε στον εαυτό μας ως κίνητρα την τιμή, το καθήκον ή την υποχρέωση, θέματα με τα οποία έχουν ασχοληθεί οι φιλόσοφοι, αλλά βρίσκονται πέρα από το φάσμα της πειραματικής ψυχολογίας. Να γιατί ο Άρθουρ Κέσλερ την ονόμασε «ποντικομορφική ψυχολογία». Τα πειράματα κατέληγαν στο να μαθαίνουμε πολλά γύρω από τα τρωκτικά, με τα συμπεράσματα τα εφαρμόσιμα για τους ανθρώπους να είναι περιορισμένα και χωρίς να αγγίζουν σίγουρα τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα.
Όλοι οι επιστήμονες λειτουργούν με σύνολα από «παρατη- ρήσιμα αντικείμενα» – τα αντικείμενα της μελέτης τους. Για παράδειγμα οι αστρονόμοι έχουν γαλαξίες, αστερισμούς και πλανήτες, οι χημικοί έχουν άτομα, μόρια και ούτω καθεξής. Η δουλειά του επιστήμονα είναι να κάνει και να καταγράφει παρατηρήσεις γύρω από τα φαινόμενα που παρατηρεί, να εκφράζει θεωρίες για να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο κάτι συ- μπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται και μετά να δοκιμάζει τις θεωρίες εκτελώντας πειράματα. Στις κοινωνικές επιστήμες δεν είναι εύκολο να οριστεί ένα σύνολο αντικειμένων για μελέτη, γιατί δεν έχει φυσική υπόσταση ούτε είναι μετρήσιμο. Έτσι καταλήγουμε σε σοβαρές φιλοσοφικές διαφορές μεταξύ υλικών (ή φυσικών) και κοινωνικών επιστημών και αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να βρούμε ποτέ ένα τμήμα που να περιλαμβάνει όλες τις επιστήμες σε ένα πανεπιστήμιο. Στις κοινωνικές επιστήμες, οι ερευνητές επιβάλλουν τις δικές τους κοσμοθεωρίες σε οτιδήποτε παρατηρούν. Αυτή είναι και η αιτία που ακόμη και λαμπρά μυαλά, όπως της Μάργκαρετ Μιντ, δέχτηκαν κριτική ότι έβγαλαν εσφαλμένα συμπεράσματα λόγω υποκειμενικών (ακόμη και ασυναίσθητων) προκαταλήψεων. Επιστήμονες φυσικών επιστημών μπορεί να αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα, αλλά οι επιπτώσεις στο αποτέλεσμα της έρευνας θα μετριαστούν από την πιο συμπαγή, αντικειμενική φύση του υπό παρατήρηση αντικειμένου.
Στην ψυχολογία το υπό παρατήρηση αντικείμενο είναι ο ψυχισμός. Πώς μπορεί να τον παρατηρήσει κανείς; Τι είναι, αλήθεια; Η νευροψυχολογία μελετά τον εγκέφαλο, ο οποίος είναι μέχρι ενός σημείου μετρήσιμος. Μα η γενική ψυχολογία μελετάει το νου. Εφόσον ο νους ή ο ψυχισμός δεν έχουν φυσικά χαρακτηριστικά, όλες οι παρατηρήσεις είναι έμμεσες και όλα τα συμπεράσματα είναι υποκειμενικά και λιγότερο βέβαια από ό,τι στις φυσικές επιστήμες. Ακόμη και στις φυσικές επιστήμες, που έχουμε το πλεονέκτημα της απευθείας παρατήρησης, οι πληροφορίες που παίρνουμε είναι ατελείς. Όσα αναπάντητα ερωτήματα έχουμε για το νου, άλλα τόσα περίπου έχουμε και για τον εγκέφαλο τον οποίο μπορούμε να αγγίξουμε, να ζυγίσουμε και να τεμαχίσουμε. Φανταστείτε λοιπόν πόσο εύκολο είναι να βγει κανείς τελείως εκτός θέματος στις κοινωνικές επιστήμες, όπως η ψυχολογία, όταν η όλη υπόθεση είναι πολύ πιο αφηρημένη και δεν έχουμε τίποτα συγκεκριμένο για να παρατηρήσουμε.
Παρ’ όλα αυτά, η σχετικά καινούρια επιστημοποίηση της ψυχολογίας σε συνδυασμό με την αιώνια ανάγκη του ανθρώπου για διάλογο έχει σαν αποτέλεσμα, στον εικοστό αιώνα, την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη του κλάδου της ψυχολογικής συμβουλευτικής. Όταν οι πρώτοι ψυχολόγοι άρχισαν να συμ- βουλεΰουν ανθρώπους, οι ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι τους κατηγόρησαν ότι ήταν αιρετικοί, αποστάτες και τα σχετικά. «Η ψυχολογική συμβουλευτική δεν είναι ψυχολογία», έλεγε η συμβατική γνοϊση. Αλλά μέσα σε λίγες δεκαετίες οι θεραπευτές ψυ- χολόγοι ξεπερνοΰσαν σε αριθμό όλους τους άλλους ψυχολόγους μαζί.
Οι επαγγελματίες της ψυχολογικής συμβουλευτικής έχουν ένα πραγματικό μονοπώλιο κρατικών αδειών για θεραπεία με διάλογο, γι’ αυτό και οι ασφάλειες υγείας καλύπτουν τα έξοδα επίσκεψης, παρόλο που δεν είναι πραγματικοί γιατροί. Αν ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να σας παραπέμψει σε ψυχολόγο, ο οποίος δεν είναι γιατρός αλλά τα έξοδά του καλύπτονται από την ιατρική σας ασφάλιση, τότε μάλλον θα μπορεί να σας παραπέμψει και σε φιλοσοφικό σύμβουλο επίσης.
Lou Marinoff – Plato not Prozac