Ημέρες καύσωνα κάτω από μια ομπρέλα δίπλα στη θάλασσα νοιώθω ενοχές έχοντας αφήσει πίσω φίλους που δεν έχουν πάρει ακόμη την άδειά τους ή ντροπή επειδή πολλοί δεν έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα ούτε για ένα διήμερο διάλειμμα μακρυά από τη πόλη που ψήνεται. Και φέτος στάθηκα πάλι τυχερός περνώντας, έστω κάποιες περιορισμένες μέρες, σε μέρη που έζησα υπέροχες στιγμές και εξακολουθώ να αγαπώ.
Ανάμεσα στα πράγματα που φέτος βρήκαν χώρο να χωρέσουν στις αποσκευές μου ήταν κι ένα βιβλίο που ξεκίνησα να διαβάζω ανόρεκτα κάποια χρόνια πριν και έμεινε στη μέση ακολουθώντας κατά ένα τρόπο την ημιτελή πορεία των γεγονότων της προσωπικής ζωής μου εκείνη την χρονιά.
Πέρα από τον τίτλο του βιβλίου που άνοιξα ξανά από την πρώτη-πρώτη σελίδα του, δεν θυμόμουν απολύτως τίποτα. Παρόλα αυτά η αρχική, στενάχωρη διάθεση της πρώτης ανάγνωσης ήταν ξανά παρούσα και στο τωρινό ξεκίνημα.
Αυτόματα με το άνοιγμα του εξώφυλλου επανήλθαν όσα είχαν συμβεί στην ίδια ακρογιαλιά, με το ίδιο ακριβώς βιβλίο σε μια άκρη. Ελάχιστα πράγματα άλλαξαν από τότε και η επιφανειακά χαλαρή, ψεύτικα ανέμελη ατμόσφαιρα, ένα λόγο παραπάνω σήμερα, εξακολουθούσε να είναι εκεί. Η μοναδική πραγματική παρηγοριά ήταν η όμορφη θέα της θάλασσας που πάντα ήταν ένα ακαταμάχητο συν για να βελτιωθεί η διάθεσή μου. Οπως τότε συνέβαινε και τώρα.
Η ίδια θετική ψυχολογία, που παλιά οδήγησε σε κουβέντες και υποσχέσεις που τελικά αθετήθηκαν με είχε πάλι καταλάβει, αυτή τη φορά με μια δόση αυτοκριτικής και απολογισμού για το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς την γελοία συναισθηματική φόρτιση.
Χωρίς δυσκολία παραδέχτηκα πως οι πιο χαρούμενες στιγμές στη ζωή μου, μπορεί ακόμη και ευτυχισμένες, ήταν όλες σε παραθαλάσσιες περιοχές που επίσης ομολογώ ότι μόλις ο καιρός το επέτρεπε τακτοποιούσα στα γρήγορα τις όποιες υποχρεώσεις μου και πεταγόμουν σε μια παραλία για να απολαύσω τη γαλάζια γαλήνη που μου προσέφερε.
Μόνο σήμερα συνειδητοποίησα ότι ο συνδυασμός της θάλασσας μαζί με τη μυρωδιά της και τον ήλιο με επηρέαζε θετικά ώστε πάνω-κάτω να τυφλώνομαι όσο ήμουν εκτεθειμένος σε αυτά τα ερεθίσματα και θέλοντας να κρατήσω αυτή την ομορφιά αγαπούσα τα πάντα, ακόμη και τις αδιάφορες λεπτομέρειες. Χωρίς δεύτερες σκέψεις χαιρόμουν να μοιράζομαι το αγαπημένο μου τοπίο και τα αισθήματά μου σαν ένας τυφλός που επιλεκτικά δε βλέπει την ασχήμια, τον φθόνο για την χαρούμενη ζωή που είχα και πρόθυμα χωρίς υστεροβουλία ήθελα να μοιραστώ.
Ωσπου μια μέρα, χωρίς κανένα λόγο, αυτά που ήταν ελκυστικά και μαγικά έπαψαν να είναι όμορφα. Χωρίς ντροπή απαίτησε για δικό της αποκλειστικό λογαριασμό τα πάντα. Σταμάτησα να είμαι τυφλός και είδα την πραγματική ασκήμια στα μάτια που προσποιούνταν την αγάπη για όσα κυριολεκτικά λάτρευα ή επιθυμούσα. Ημασταν δύο άνθρωποι που είχαν και ζούσαν μια ζωή: τη δική μου.
Χρησιμοποίησα το μυαλό μου για δω πως με έβλεπε σαν έναν σταθμό ανεφοδιασμού από όπου μπορούσε να αποστραγγίξει αισιοδοξία, να βρει ένα νόημα κι ας μη καταλάβαινε πολλά, ίσως ακόμη και μια δανεική προοπτική για το μέλλον που ποτέ δεν μπόρεσε να ονειρευτεί. Ημουν ένα μέσον για μια πρόσκαιρη απόδραση από την πρότερη δυστυχία. Οι φωτογραφίες της ευτυχίας κατάντησαν ένας ανούσιος και φλύαρος χαρτοπόλεμος.
Η πορεία της σχέσης έφερε έναν άγριο πόλεμο, όπως τον εμφύλιο που αφηγείται το μισοτελειωμένο μου βιβλίο. Ο υποκριτικός έρωτας, η πλαστή αφοσίωση πήραν την πραγματική τους μορφή: μίσος και προπάντων ζήλεια για όλα όσα δεν επέτρεψα να σφετεριστεί.
Το καλοκαίρι δεν τελείωσε, το ίδιο και η ιστορία του βιβλίου που διαβάζω. Εχω περάσει την τσακισμένη στην άκρη σελίδα που είχα αφήσει για σημάδι την προηγούμενη φορά που το άρχισα και συνεχίζω παρακάτω.
Ως το τέλος, ελπίζω, αυτή τη φορά.
Φωτογραφία: © Andreea Retinschi Photography