Κοιτάζαμε τον ορίζοντα αμίλητοι. Φύλλο δε σάλευε, αέρας δε φυσούσε… άπνοια. Πνιγόμουν, ανάσα δε μπορούσα να πάρω.
Πόσο μας ταίριαζε αυτή η εικόνα. Πόσο για μας μιλούσε, σαν σημάδι, σαν το σύμπαν κάτι να ήθελε να μας πει αλλά εμείς δε θέλαμε να το ακούσουμε… Αφεθήκαμε λοιπόν να κοιτάζουμε στα χαμένα. Ήμασταν θεατές και όχι μέρος του σκηνικού και η γαληνή αυτή μας φώναζε ότι αυτή ήταν μια στιγμή ευτυχίας, μα εμείς δε τη νιώθαμε και κοιτάζαμε στο βάθος να τη δούμε μήπως και ξεπροβάλει σαν πλοίο στον ορίζοντα.
Άπνοια, ανάσα δε μπορούσα να πάρω… και φανταζόμουν έναν αέρα να ερχόταν από το πουθενά να σήκωνε τρικυμία και να έφερνε τα πάνω κάτω. Να ξέσπαγε μια μπόρα πόσο λαχταρούσα, να σπάσει αυτή την αβάσταχτη σιγή.